Έγκριτος πολίτης του Δουβλίνου, οικογενειάρχης και ερωτύλος, άνθρωπος του κόσμου και της αγοράς, ο κ. Λεοπόλδος Μπλουμ δεν στερείται εμπειριών από κακοτοπιές. Ξέρει πώς τα πολλά τραγούδια φέρνουν παρατράγουδα και η εξ αντικειμένου σαρκοβίωτη κάθοδός του στη νυχτερινή πόλη των πορνείων (Nighttown), μια ευφραντική και δυσώδης κάτω βόλτα, τον εκθέτει επικινδύνως. Εδώ, στην αξημέρωτη Νυχτόπολη, ο ήρωάς μας μεταμφιεσμένος σε σεξουαλικά παμφάγο ζώο αδράχνει τη γυμνή ζωή απ' την ανεμισμένη της χαίτη. Τον βηματισμό του στους κακόφημους δρόμους συνοδεύουν ρογχασμοί και σφυρίγματα, βρισιές και παράφωνα τραγούδια, ψίθυροι και ρουθουνίσματα, γαυγίσματα σκύλων και κουδούνια ποδηλάτων. Ο αλλόκοτος θίασος της Κίρκης -τριχοκώληδες και πορνίδια, μεθυσμένοι στρατιώτες, νάνοι και κωφάλαλοι, μπάτσοι και μέγαιρες- μπουσουλάει βιαστικά στη σκηνή. Μια άνθρωπίλα ξεμπουκάρει από παντού ανάμεσα σε χρωματιστές αναθυμιάσεις και ορμάει μπροστά με τα πειναλέα σκυλόδοντα μιας γριάς τσατσάς, το μπαστούνι του ταραχοποιού και τη φυσαρμόνικα του ναύτη. Ψηλά, ανάμεσα στα φώτα, καψαλισμένα κρέπια και εντερικές καλτσοδέτες, αριστερά μια μπάντα από τενεκεδένια κρουστά ξεσκίζει τ' αυτιά των περαστικών, δεξιά μια βραχνή ομοβροντία κέλτικου κόρνου ξερνά γλυκόπιοτο φαρμάκι. Τέτοιο βράδυ κι ένας ζητιάνος νιώθει για λίγο βασιλιάς.