Η διαμόρφωση της εικόνας των βαλκανικών λαών και των κρατών τους στην Ελλάδα, η οποία συνδέεται ουσιαστικά με τη διαμόρφωση της ίδιας της Ελλάδας ως εθνικής ιδεολογίας και ιστορίας αλλά και ως κράτους, είναι το αντικείμενο αυτού του βιβλίου.
Η λέξη «Βαλκάνια» και όλα τα συνθετικά της κατέκλυσαν την Ελλάδα μετά την πτώση του Κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Μετά από πολλές δεκαετίες ψυχρότητας τα Βαλκάνια έπρεπε να εξερευνηθούν και να αναβαθμιστούν σε μια φιλική γειτονιά, όπου η Ελλάδα κατείχε ένα προνομιακό οικόπεδο. Η αναβάθμιση προσέλαβε ποικίλες μορφές, που επανέφεραν από τη μια μεριά το διακύβευμα της βαλκανικής ταυτότητας -είμαστε ή δεν είμαστε Βαλκάνιοι; Από την άλλη, όμως, λόγω της επαφής, αναβίωσαν διόλου κολακευτικές στερεοτυπικές αντιλήψεις για τους όμορους λαούς. Κατά βάθος ήταν μια αυτάρεσκη σύγκριση. Ήταν εκ προοιμίου δεδομένο ότι θα αναδείκνυε την υπεροχή της Ελλάδας· δεν ήταν άλλωστε η πρώτη σύγκριση που επιχειρήθηκε.
Ο συγγραφέας εξετάζει την εξέλιξη ακριβώς αυτής της σχέσης, από τα τέλη του 18ου αιώνα (κι ακόμη νωρίτερα) μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο εγχείρημα του αυτό χρησιμοποιεί κάθε είδους πηγή, από τα κείμενα του Διαφωτισμού, τα σχολικά εγχειρίδια, τις εφημερίδες και την ιστοριογραφική παραγωγή του 19ου αιώνα έως τα λαϊκά μυθιστορήματα, τα ποιήματα, τις λαϊκές λιθογραφίες και τις γελοιογραφίες των αρχών του 20ού.
Στο βιβλίο προτάσσεται μια χρονολογική εξέταση της ιδεολογικής σχέσης Ελλάδας -βαλκανικών λαών και κρατών. Στα τρία πρώτα κεφάλαια ο αναγνώστης παρακολουθεί τις μεταλλάξεις των θεμάτων συζήτησης από περίοδο σε περίοδο, την εξέλιξη των κεντρόφυγων και κεντρομόλων δυνάμεων ανάλογα με τα πολιτικά και διπλωματικά συμφραζόμενα κάθε περιόδου.
Το τέταρτο κεφάλαιο ασχολείται με το κρίσιμο ζήτημα της εθνικής χειραφέτησης υπό την ελληνική οπτική γωνία και εμπειρία. Ένα ζήτημα που επανήλθε ζωηρό και στις μέρες μας.
Στα επόμενα δύο μέρη μελετώνται ως ξεχωριστές περιπτώσεις οκτώ ιστορίες σύγκλισης και απόκλισης, παθολογικής αγάπης και μίσους. Άλλες από αυτές αναφέρονται στην εξέλιξη διμερών σχέσεων και άλλες σε ζητήματα που γεφύρωσαν ή υπονόμευσαν ιδεολογικά τις σχέσεις της Ελλάδας με περισσότερους του ενός λαούς.
Ακολουθεί η εξιστόρηση μιας συνολικής σύγκρισης με τις βαλκανικές χώρες, στον πολιτισμό, την οικονομία, το πολίτευμα και την ηγεσία, στην οποία σύρθηκε η Ελλάδα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την εσωτερική κριτική του δικού της εκσυγχρονισμού.
Στο τελευταίο κεφάλαιο γίνεται μια επαναδιαπραγμάτευση των μεθόδων και των στρατηγικών που ακολουθήθηκαν για τη διαμόρφωση της βαλκανικής εικόνας σε σχέση με τα πρόσωπα που μεσολάβησαν και τις πηγές που αξιοποιήθηκαν.
Στο παράρτημα παρατίθενται ένα μικρό δείγμα από επιλεγμένα και δυσεύρετα κείμενα που έχουν αξιοποιηθεί ως πηγές.
Βασίλης Κ. Γούναρης (Συγγραφέας)
O Βασίλης Γούναρης έχει πτυχίο και δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών στη νεώτερη Ιστορία από το Α.Π.Θ. και είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Είναι αναπληρωτής καθηγητής της ιστορίας νεοτέρων χρόνων στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Επίσης διευθύνει το ερευνητικό κέντρο του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγών στη Θεσσαλονίκη. Είναι συγγραφέας των μελετών "Steam over Macedonia: Socio-Economic change and the railway factor" (Boulder, 1993) και "Στις όχθες του Υδραγόρα: οικογένεια, οικονομία και αστική κοινωνία στο Μοναστήρι, 1897-1911" (Αθήνα, 1999), που αμφότερες βραβεύτηκαν από την Ακαδημία Αθηνών. Τελευταία του εργασία είναι το βιβλίο "Τα Βαλκάνια των Ελλήνων: Από το Διαφωτισμό έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο", (Θεσσαλονίκη, 2007). Είναι επίσης επιμελητής των τόμων "Ταυτότητες στη Μακεδονία" (Αθήνα, 1997) και "Ο φόρος του αίματος: εκτελέσεις, βία και ασιτία στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής" (Θεσσαλονίκη, 2001).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα