«[...] Την διαπαιδαγώγησιν [του βιομηχάνου] αναλαμβάνουν εις όλα τα μεγάλα βιομηχανικά κράτη δύο παραμάνες, ήτοι αφ΄ ενός μεν το κράτος [...] αφ΄ ετέρου δε [..,] αι προϋπάρχουσαι βιομηχανίαι.
Σε μας εδώ, η μεν μία παραμάνα, η βιομηχανία μας, είναι ακόμη πολύ νέα και αδύνατη, [περιέχουσα] και πολλά άλλα σπέρματα ελληνικής ιδιοσυγκρασίας, ή καλύτερον, ιδιοσυγκρασίας μικράς και πτωχής και απολιτίστου χώρας, οποίον κυρίως το του ατομικού κέρδους. [...]
Αλλά και η άλλη παραμάνα, η σπουδαιότερα, το κράτος, είναι ακόμη κατ΄ ανάγκην χωριάτισσα. Βλέπει τα φορέματα και τις μόδες που φορούν στας πόλεις και προσπαθεί να τα μιμηθή, της λείπει όμως το γούστο, η απαιτούμενη καλαισθησία και ανατροφή δια να διαλέξη εκείνο που της πάγει»...
Με αυτή τη χαρακτηριστική παρομοίωση αποδίδονται τα γνωρίσματα του ελληνικού κράτους και του βιομήχανου στις αρχές του 20ού αιώνα, άποψη που διασώζει ο δημοσιογράφος Βλάσης Γαβριηλίδης στην έκδοση του Αι νέαιβιομηχανίαι, περί το 1918. Η αλήθεια είναι πως δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Δίπλα, όμως, σε αυτό το «επαρχιώτικο» περιβάλλον υπήρχε και το διαφορετικό. Ήδη είχε εμφανιστεί μία ομάδα βιομηχάνων με εχέγγυα την επιστημονική κατάρτιση, τη διεθνή εμπειρία και το όραμα. Ακριβώς αυτή η μικρή ομάδα αποτέλεσε και τον «σκληρό» πυρήνα του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών. Οι ζυμώσεις, το ξεκίνημα και η συσπείρωση αυτών των ολίγων που έθεσαν τις βάσεις της πραγματικής βιομηχανίας στη χώρα, ήταν ακριβώς και οι μεγάλες προκλήσεις για εμάς όταν αναλάβαμε το έργο.
Πρόκληση ήταν να παρακολουθήσουμε τις διαδρομές αυτής της ομάδας των βιομηχάνων που, στο γύρισμα του 20ού αιώνα, προσπαθούσε να συνασπισθεί για την προάσπιση των συμφερόντων της με συντεταγμένο τρόπο: από τον κατακερματισμό σε μεμονωμένα ή τοπικά σωματεία στη συνένωση κάτω από «μία σημαία» με ενιαίο πρόγραμμα.
Πρόκληση ήταν ακόμη να ανιχνεύσουμε τις «απότομες στροφές» αυτής της διαδρομής, στις οποίες κάποιοι «εγκατέλειψαν το τρένο»: από το κεντρικό εργαστήρι «εις το οποίον θα μελετώνται αι γνώμαι, αι ιδέαι και προτάσεις» κάθε σωματείου, βιομηχάνου, βιοτέχνη και γενικά εργοδότη στην αμιγώς βιομηχανική οργάνωση. Σήμερα φαίνεται να κλείνει και αυτός ο κύκλος: ο ΣΕΒ παύει να είναι κυρίως «βιομηχανικός» και μετεξελίσσεται σε «επιχειρηματικό».
Μέγιστες προκλήσεις, το χρονικό εύρος -ένας ολόκληρος αιώνας-, αλλά και το ίδιο το αντικείμενο της μελέτης: η ανάδειξη της άγνωστης ιστορίας μιας από τις πιο κομβικές και μακροβιότερες συλλογικές οργανώσεις, για την οποία ελάχιστα πράγματα βόπως αποδείχτηκε εκ των υστέρωνβείχαν δει το φως της δημοσιότητας.
Αυτή ακριβώς η μακρά ιστορία με τις ασυνέχειες στις αρχειακές πηγές και -αναπόφευκτα- οι προθεσμίες ολοκλήρωσης του έργου έθεσαν και τους περιορισμούς στην προσέγγιση της εξέλιξης του ΣΕΒ: παρουσιάσαμε την πρώτη κρίσιμη 50ετία, με όσο το δυνατόν αναλυτικότερο και διεισδυτικότερο τρόπο. Επιχειρήσαμε δε να σκιαγραφήσουμετους παράλληλους βίους: τον πολιτικό και τον οικονομικό καμβά πάνω στον οποίο υφαίνεται η ιστορία του ΣΕΒ. Εξάλλου, η ίδια η ύπαρξη και η δράση του Συνδέσμου επέβαλε μία τέτοια θεώρηση, αφού πολλές φορές τα πολιτικά γεγονότα «εισέβαλλαν» ορμητικά στον ΣΕΒ και, μοιραία, προκαλούσαν την αντίδραση του· αλλά και οι στόχοι, οι συμμαχίες, οι αποφάσεις του αντικατόπτριζαν-και ταυτόχρονα επηρέαζαν-την πορεία της βιομηχανίας και, εν γένει, της ελληνικής οικονομίας.
Έτσι, στο βαθμό που ο ρόλος του ΣΕΒ ήταν και είναι αυξανόμενα καθοριστικός στα κέντρα λήψης αποφάσεων, υπάρχει ένα δυσανάλογο κενό στις αρχειακές πηγές και στη βιβλιογραφία. Από την αρχή της ερευνητικής μας προσπάθειας, διαπίστωσαμε -με μια ικανή δόση απογοήτευσης- τη διάσταση ανάμεσα στα λόγια του δυναμικού προέδρου του ΣΕΒ Χριστόφορου Κατσάμπα, το 1952, και στην πραγματικότητα του σήμερα: «Το αρχείον, κύριοι, το οποίον τηρεί ο Σύνδεσμος, αποτελεί την πηγήν στοιχείων, όχι μόνον δια τους ξένους, όχι μόνον δια την κυβέρνησιν, αλλά και δι΄ όλας τας κρατικά υπηρεσίας εν γένει».
Δυστυχώς, το αρχείο του ΣΕΒ που έχει διατηρηθεί, παρουσιάζει χρονικά άλματα. Κυρίως, όμως, απουσιάζουν τεκμήρια που αφορούν την πρώτη εικοσαετία, τη σημαντική εποχή ίδρυσης και εδραίωσης του Συνδέσμου. Το κενό αυτό προσπάθησα με να καλύψουμε με άλλες πηγές, αρχειακές και βιβλιογραφικές, ανασύροντας κοπιαστικά τις όποιες -φειδωλές έστω- πληροφορίες γι΄ αυτή την περίοδο. Κατά συνέπεια, υποθέσεις εργασίας, που δύσκολα επιβεβαιώνονται και τεκμηριώνονται, παρά μένουν συνειδητά μετέωρες στο έργο, ως έναυσμα για την περαιτέρω ιστορική έρευνα.
Σε κάθε περίπτωση, βασικός μας στόχος ήταν η αξιοποίηση του σωζόμενου αρχειακού υλικού του Συνδέσμου, με επίκεντρο τα χειρόγραφα πρακτικά των διοικητικών συμβουλίων και των γενικών συνελεύσεων. Καταβάλαμε προσπάθειες να συνθέσουμε την ιστορία του Συνδέσμου «εν πλάτει και δια μακρών». Ωστόσο, η προσέγγιση αυτής της μακροπεριόδου στην ασφυκτική-δική μας-μικροπερίοδο των 18 μηνών είναι επόμενο να παρουσιάζει ελλείψεις και παραλείψεις. Τουλάχιστον, ελπίζουμε ότι η μελέτη μας αυτή μπορεί να ανοίξει ένα παράθυρο στον επιστημονικό διάλογο. Ό,τι αφήσαμε αναπάντητο, ας γίνει πρόκληση για μελλοντική ιστορική έρευνα...
(Εισαγωγικό σημείωμα των συγγραφέων)
Μαρία Μαυροειδή (Συγγραφέας)
Η Μαρία Μαυροειδή σπούδασε Ιστορία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη βιομηχανική αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Birmingham. Συμμετείχε στη δημιουργία του Βιομηχανικού Μουσείου Ερμούπολης, καθώς και σε ερευνητικά προγράμματα για την καταγραφή-διάσωση της βιομηχανικής κληρονομιάς στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Είναι υποψήφια διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αιγαίου με θέμα την ιστορία της τεχνολογίας στην Ελλάδα.
Είναι επιστημονική συνεργάτης του Ιστορικού Αρχείου της ΔΕΗ στους τομείς της καταγραφής-τεκμηρίωσης μηχανολογικού εξοπλισμού και της συγκρότησης του Αρχείου Προφορικών Μαρτυριών της επιχείρησης.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Γεωργία Μ. Πανσεληνά (Συγγραφέας)
Η Γεωργία Πανσεληνά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας) και πήρε το πτυχίο της το 1991. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας στη νεότερη Ελλάδα, ενώ έχει ασχοληθεί με θέματα οργάνωσης αρχείων, προστασίας και συντήρησης υλικού.
Είναι διευθύντρια στο Αρχείο Βοβολίνη, το οποίο αποτελεί πηγή οικονομικών και πολιτικών τεκμηρίων για την ελληνική ιστορία και αξιοποιείται είτε εκδοτικά είτε διοργανώνοντας ή/και συμμετέχοντας σε εκθέσεις και σε ερευνητικά προγράμματα.
Παράλληλα, δραστηριοποιείται στο χώρο των εκδόσεων είτε ως συντάκτρια είτε ως επιμελήτρια/σύμβουλος βιβλίων.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα