Είναι γνωστό ότι η χώρα μας έχει την υψηλότερη σεισμικότητα σε όλη την Δυτική Ευρασία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου συγκρούονται δύο μεγάλες λιθοσφαιρικές πλάκες, η Ευρασιατική και η Αφρικανική, αλλά και τρεις μικρότερες πλάκες, η πλάκα της Ανατολίας (Τουρκίας), η πλάκα του Αιγαίου και η Απούλια (Αδριατική) πλάκα.
Το σημαντικότερο ρόλο στη γένεση των σεισμών στην περιοχή αυτή παίζουν οι γεωδυναμικές διαδικασίες οι οποίες λαβαίνουν χώρα στη λιθοσφαιρική πλάκα του Αιγαίου. Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι η πλάκα αυτή κινείται ολόκληρη με μια μεγάλη σχετικά ταχύτητα της τάξης των 5 εκατοστών το χρόνο, προς νοτιοδυτική κατεύθυνση σε σχέση προς την Ευρασιατική πλάκα. Πέραν αυτού η λιθοσφαιρική αυτή πλάκα υφίσταται εσωτερική παραμόρφωση κατά τη διεύθυνση βορρά-νότου της τάξης του 1 εκατοστού το χρόνο.
Τις συνέπειες αυτών των κινήσεων και παραμορφώσεων δεν τις υφίστανται στον ίδιο βαθμό όλες οι περιοχές του Αιγαίου. Μεταξύ αυτών που υφίστανται τις σημαντικότερες επιδράσεις αυτών των γεωφυσικών μεταβολών είναι η Λέσβος. Αυτό δεν προκύπτει μόνο από την υψηλή σεισμικότητα του νησιού αλλά και από άλλα γεωφυσικά φαινόμενα, όπως είναι οι έντονες γεωθερμικές εκδηλώσεις, η ηφαιστειακή δράση και η έντονη ενεργός παραμόρφωση των πετρωμάτων της Λέσβου.
Είναι, συνεπώς, αυτονόητο ότι η λεπτομερής μελέτη των γεωφυσικών αυτών φαινομένων και ιδιαίτερα της σεισμικότητας της Λέσβου είναι πρωταρχικής σημασίας τόσο για θεωρητικούς λόγους (λεπτομερή καθορισμό των σεισμοτεκτονικών μοντέλων, κλπ) αλλά και για πρακτικούς λόγους (αντισεισμική προστασία, αναζήτηση γεωθερμικών πεδίων, κλπ).
Για τη μελέτη της σεισμικότητας δεν αρκούν τα ενόργανα στοιχεία ( σεισμογράμματα, κλπ), γιατί αυτά καλύπτουν μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, αλλά απαιτούνται και ιστορικές πληροφορίες. Την ανάγκη αυτή για τη Λέσβο έρχεται να καλύψει το 10° κεφάλαιο του βιβλίου του κ. Χουτζαίου στο οποίο όχι μόνο γίνεται μια λεπτομερής ανασκόπηση της ήδη υπάρχουσας σεισμολογικής γνώσης για το νησί αλλά δημοσιεύονται και εξαιρετικής σημασίας πρωτογενή ιστορικά στοιχεία.
Το βιβλίο του κ. Χουτζαίου, πέρα από τη συμβολή του στην επιστημονική γνώση η οποία οφείλεται στα σεισμολογικά και άλλα στοιχεία που περιέχει, προσφέρει σημαντικά και στην ευ- ρύτερη ενημέρωση των πολιτών πάνω σε θέματα που ενδιαφέρουν έντονα τους Έλληνες, όπως είναι οι γενικότερες σεισμολογικές γνώσεις (κεφάλαια 1, 8, 11), οι γνώσεις που σχετίζονται με τη Σεισμολογία της Ελλάδας (κεφάλαια 2, 5, 6, 7) καθώς και γνώσεις που αφορούν την ηφαιστειακή δράση, τη γεωθερμία, τη γεωλογία και τον παλαιομαγνητισμό της Λέσβου (κεφάλαια 3, 4, 9).
Παρότι το βιβλίο είναι γραμμένο σε απλή γλώσσα ώστε να γίνεται κατανοητό και από αναγνώστες που δεν έχουν ειδικές γνώσεις, χαρακτηρίζεται από επιστημονική ακρίβεια και μεθοδικότητα. Είναι βέβαιο ότι ο στόχος του κ. Χουτζαίου, που είναι προφανώς η συμβολή του στη γε- ωφυσική έρευνα και παιδεία, εκπληρώνεται πλήρως με τη δημοσίευση του συγγράμματος αυτού.
Β. Κ. Παπαζάχος
Καθηγητής Γεωφυσικής ΑΠΘ
Γεώργιος Μ. Χουτζαίος (Συγγραφέας)
Γεννήθηκε στην Αγιάσο Λέσβου το 1944. Τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Β΄ Λύκειο Αρρένων Μυτιλήνης, διαμένοντας στο Εκκλησιαστικό Οικοτροφείο Αριστούχων Απόρων Μαθητών της Ιεράς Μητρόπολης Μυτιλήνης, ως υπότροφος του κληροδοτήματος Γρηγορίου Χατζηπανάγου - Σκορδά.
Είναι πτυχιούχος του Φυσικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Μαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως υπότροφος του κληροδοτήματος Γεωργίου Βοστάνη. Μετεκπαιδεύτηκε στην πυρηνική φυσική στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών "Δημόκριτος".
Υπηρέτησε καθηγητής φυσικής στο Β΄ Λύκειο και Β΄ Γυμνάσιο Αρρένων Μυτιλήνης, στο λύκειο Αγιάσου, στο Α΄ Λύκειο Θηλέων Μυτιλήνης, στο Α΄ Λύκειο Αρρένων Μυτιλήνης και στο Λύκειο Αρρένων Χαλανδρίου (1967-1980). Υπηρέτησε ακόμα ως καθηγητής στην Τεχνική Σχολή Μυτιλήνης "Βερναδάκης", στη Σχολή Επιμόρφωσης Λειτουργών Δημοτικής Εκπαίδευσης (ΣΕΛΔΕ), στη Σχολή Ξεναγών Βορείου Αιγαίου και στο Περιφερειακό Επιμορφωτικό Κέντρο Μυτιλήνης (ΠΕΚ).
Από το 1980 μέχρι το 1991 υπηρέτησε ως καθηγητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Μυτιλήνης και είναι ο τελευταίος Διευθύνων Υποδιευθυντής αυτής, λόγω της οριστικής κατάργησής της.
Υπηρέτησε ακόμα και για δύο έτη ως μέλος του ΕΔΤΠ του Τμήματος Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Σήμερα είναι συνταξιούχος Ειδικός Πάρεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Αθηνών και ασχολείται με την επιστημονική έρευνα θεμάτων της ειδικότητάς του.
Έχει κάνει πολλά επιστημονικά δημοσιεύματα τόσο στο λεσβιακό τύπο όσο και σε επιστημονικά περιοδικά.
Έχει βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών για τη μελέτη του "Το απολιθωμένο δάσος της Λέσβου" (1977) και έχει λάβει έπαινο του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (1971), καθώς και έπαινο του Αρχηγείου Αεροπορίας (1973). Είναι μέλος πολλών σωματίων της Λέσβου και των Αθηνών.
Ομιλεί την αγγλική γλώσσα. Υπηρέτησε ως σμηνίας στην Ελληνική Αεροπορία. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα