Ο κύβος του Ρούμπικ
[α΄ εκδοχή]
Ήταν, εκείνο τον καιρό, το νέο παιχνίδι.
Τον έφερε και πριν προλάβω να μιλήσω
δέκα φορές τον είχε κιόλας περιστρέψει.
Το σκεπτικό της ήταν, πώς αλλιώς να παίξω ;
Έτσι θα ένιωσε ο Αδάμ έξω απ’ την Πύλη.
Τες ανατέθηκε να μπλέκουν το κουβάρι
που η αργοπορημένη λογική διά βίου
θα αγωνίζεται, αναλύοντας, να ξεμπλέξει !
Κόμπος ; Οι ευτυχείς του λύτες μένουν λίγοι.
Ένας δημόσια θα τον κόψει με το ξίφος,
πολλοί το μπέρδεμα θα καθαγιάσουν το ίδιο.
Κάποιους, για λίγο, θα τους οδηγεί μια Αριάδνη.
Κάποτε αποκοιμήθηκα κι εγώ στην Νάξο.
*
Α ν ά λ η ψ η
Στην μνήμη του Νίκου Κοκάντζη.
Τα λίγα σύννεφα του ανήκουν και τον κάνουν ορατό·
Τώρ’ απ’ την δύση, και χρυσάφι και πορφύρα :
Ένα γλυκύτατο απόγευμα πάνω απ’ τον Θερμαϊκό.
Μέσα, η επιβεβαίωση της γνώσης του θανάτου.
Μα όσες φορές κάτι σε θάλασσα, άνεμο και ουρανό
Με αρμονίας χαμόγελο αποχαιρετάει
Λάμπει η Αλεξάνδρεια και ο Βάκχος αναβιώνει τον νεκρό.
*
Ν ο σ τ α λ γ ι κ ό
Οι άγγελοι είναι άγγελοι, γιατί κανείς ΔΕΝ είχε
–ή κι αν είχε, προδιέγραψε– την παιδική ηλικία.
Αλλά επειδή αγαπούν την ηλικία που έχασαν
–ή πάλι γιατί άθελά τους, νύχτα, την θυμούνται–
κάθονται δίπλα στο παιδί που βλέπει με περιέργεια
κάτι το ακατανόητο, μι’ αχτίδα, μια συνέργεια,
ή ήσυχα ονειρεύεται στον χρόνο τον δικό του
και ψιθυρίζουν κατιτίς μες στο κρυφό αφτάκι
που αν αφεθεί ακούει φωνές στο άδειο δωματιάκι,
αυτές που μνήμη ή λησμονιά θα κάνουν ριζικό του.