Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Αποστέλλεται την ίδια ή την επόμενη εργάσιμη
ISBN:
9789608031371
Κατηγορίες:
Έτος κυκλοφορίας
Εκδότης
Ο πρώτος Έλληνας που μετέφρασε Χάινε στην Ελλάδα ήταν ο Άγγελος Βλάχος.
Τα ποιήματα του Χάινε κυκλοφόρησαν και σαν δημοτικά ελληνικά τραγούδια με πολλές αλλαγές.
Γενικά, οι μεταφραστές του Χάινε απέδωσαν τον ποιητικό του λόγο έμμετρο κι ως εκ τούτου ονόμασαν τα ποιήματά του τραγούδια.
Συλλέξαμε 77 ποιήματα του Χάινε από 19 Έλληνες μεταφραστές και τους παρουσιάζουμε σ` αυτήν μας την έκδοση, προσπαθώντας να διατηρήσουμε και την ορθογραφία των μεταφράσεών τους, όσο αυτό είναι δυνατό.
(από την εισαγωγή του βιβλίου)
Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (1867-1911) Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του πανεπιστημιακού Αθανάσιου Χρηστομάνου. Εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχε σε παιδική ηλικία έπασχε από κύφωση, ασθένεια που επηρέασε καθοριστικά την ψυχοσύνθεσή του. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διέκοψε όμως τις σπουδές του το 1887 και έφυγε για σπουδές Φιλολογίας στη Βιέννη. Το 1891 αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ και διορίστηκε δάσκαλος ελληνικών και συνοδός της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισσάβετ, θέση την οποία διατήρησε ως το 1893 συνεχίζοντας παράλληλα τις μελέτες του. Το καλοκαίρι του 1892 ασπάστηκε το καθολικό δόγμα κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στη βιβλιοθήκη του Βατικανού και ακολούθησαν πέντε μήνες μοναστικής ζωής (από το Νοέμβριο του 1892 ως το Μάρτιο του 1893) στο Μόντε Κασσίνο. Από το 1895 ως το 1899 παρέμεινε στη Βιέννη, όπου πραγματοποίησε πανεπιστημιακή καριέρα, αρχικά ως λέκτορας της ελληνικής γλώσσας και στη συνέχεια ως καθηγητής στο Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών. Έφυγε από τη Βιέννη έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του Βαρώνου-Ιππότη του τάγματος του Αγίου Ιωσήφ και δημοσιεύσει δύο έργα στα γερμανικά: την ποιητική συλλογή Orphische Lieder και το δράμα Die graue Frau, και τα δυο έντονα επηρεασμένα από το ρεύμα του συμβολισμού. Λόγος της αναχώρησής του από τη Βιέννη σε μια περίοδο κατά την οποία είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός στους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους ήταν η δημοσίευση του έργου του Tagebucher. Ο Χρηστομάνος δημοσίευσε το έργο μετά το φόνο της Ελισσάβετ από έναν Ιταλό αναρχικό στη Γενεύη, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Αυλής και την παραίτησή του από το Πανεπιστήμιο. Ταξίδεψε στη Γαλλία και την Ιταλία και εγκαταστάθηκε το Νοέμβριο του 1901 στην Αθήνα, όπου ίδρυσε τη Νέα Σκηνή, θίασο που συνέβαλε ουσιαστικά στην ανανέωση της ελληνικής σκηνικής πράξης. Οι σημαντικές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από την προσπάθειά του το 1905 και να αφοσιωθεί στη συγγραφή. Το 1908 κυκλοφόρησε στα ελληνικά το έργο του για την Ελισσάβετ με τίτλο "Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισσάβετ". Σελίδες ημερολογίου με πρόλογο του Μ. Μπαρρές και άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες το μυθιστόρημα "Η κερένια κούκλα" στην εφημερίδα Πατρίς. Την ίδια χρονιά ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη ανέβασε χωρίς επιτυχία το έργο του "Τα τρία φιλιά". Πέθανε στην Αθήνα το 1911.
Κώστας Καρθαίος (1878-1955). Ο Κώστας Καρθαίος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κλέανδρου Λάκωνα) γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του καθηγητή μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Βασιλείου Λάκωνα. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων, από όπου αποφοίτησε το 1900 με το βαθμό του αξιωματικού του Πεζικού και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία και την Αυστρία 1907-1909). Στη συνέχεια ταξίδεψε ανά τη Γερμανία και επισκέφτηκε το Παρίσι και μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα εργάστηκε ως καθηγητής ανωτέρων μαθηματικών και πυροβολικής στο Σχολείο Υπαξιωματικών ως το 1912. Πήρε μέρος στους βαλκανικούς πολέμους και κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού το 1917 εξορίστηκε ως αντιβενιζελικός στη Θήρα και την Κέα. Τη θέση του στο στρατό επανέκτησε το 1920 και αποστρατεύτηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή με το βαθμό του συνταγματάρχη. Κατά τη διάρκεια της αποστρατείας του έφτασε ως το βαθμό του αντιστράτηγου. Η πρώτη εμφάνιση του Κώστα Καρθαίου στο χώρο των γραμμάτων πραγματοποιήθηκε το 1917 με την έκδοση της μετάφρασης της ποιητικής συλλογής του Όσκαρ Ουάιλντ "Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ". Το 1921 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Τα τραγούδια του νησιού μου" και "Οι κηφισιώτικες μελωδίες". Υπήρξε αρχισυντάκτης του "Νουμά" (1919-1920), θέση από την οποία διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στο δημοτικιστικό κίνημα και διευθυντής των "Νεοελληνικών Γραμμάτων" (1935). Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά "Πνευματική Ζωή" και "Νέα Εστία". Το 1935 διορίστηκε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και στη συνέχεια διευθυντής της δραματικής σχολής του θεάτρου, πρόεδρος της επιτροπής δραματολογίου και της καλλιτεχνικής επιτροπής. Συνεργάστηκε στη σύνταξη του "Εγκυκλοπαιδικού λεξικού" του Ελευθερουδάκη και στη "Γραμματική της Δημοτικής" του Μανώλη Τριανταφυλλίδη. Το ποιητικό έργο του Κώστα Καρθαίου χαρακτηρίζεται από στοχαστική και χαμηλών τόνων λυρική διάθεση. Ιδιαίτερη αξία έχει η πνευματική του προσφορά στο χώρο της μετάφρασης. Μετέφρασε έργα των Σαίξπηρ, Θερβάντες ("Δον Κιχώτης"), Στρίντμπεργκ, Κλάιστ, Χάουπτμαν, Καλντερόν, Λόπε δε Βέγα και άλλων σημαντικών συγγραφέων. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η νηφάλια μετριοπαθής στάση που τήρησε ο Καρθαίος στα πλαίσια της έξαρσης του δημοτικισμού που είχε οδηγήσει σε ακρότητες, στάση που είναι εμφανής στην αισθητική των μεταφράσεών του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Καρθαίου βλ. Άγρας Τέλλος, "Καρθαίος Κ.", "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 13. Αθήνα, Πυρσός, 1933, Αθανασιάδης Τάσος, "Καρθαίος Κώστας", "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 8. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μερακλής Μ.Γ., "Κ.Καρθαίος", "Η ελληνική ποίηση· ρομαντικοί - εποχή του Παλαμά - μεταπαλαμικοί· ανθολογία - γραμματολογία", σ. 470. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και χ.σ., "Καρθαίος Κώστας", "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Γεώργιος Σημηριώτης (1878-1964). Ο Γεώργιος Σημηριώτης, αδερφός του Άγγελου Σημηριώτη, γεννήθηκε στο Αδραμύττι της Μικράς Ασίας, μεγάλωσε όμως στη Μυτιλήνη, όπου πέρασε τα μαθητικά του χρόνια και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Στη συνέχεια έφυγε για την Αθήνα, όπου έζησε από το 1898 ως το 1906 και ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελβετία και τις Η.Π.Α. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1916, δημοσίευσε κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά, εξέδωσε από κοινού με τον αδερφό του Κώστα το περιοδικό Σαλόνι (1924) και ασχολήθηκε με το θέατρο. Μετά από μια σύντομη παραμονή στη Σμύρνη πριν το 1922 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Διευθυντής του Θεατρικού Φοιτητικού Ομίλου και Σύμβουλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1902 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής Τραγούδια, ενώ ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Σημηριώτη βλ. Παππάς Π.Ν., «Σημηριώτης Γεώργιος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 21. Αθήνα, Πυρσός, 1933 και Σολωμονίδης Χρήστος Σ., «Σημηριώτης Γιώργος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) ποιητής και πεζογράφος γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Όταν τελείωσε το δημοτικό, δούλεψε αρχικά στην Πόλη για τρία χρόνια περίπου σ΄ ένα ραφτάδικο. Το 1867, με τη βοήθεια του Κύπριου εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη πήγε στην Κύπρο για να γίνει κληρικός και φοίτησε στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας. Το 1872 συνόδεψε τον επίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο στο Φανάρι για εκκλησιαστικούς λόγους και γράφτηκε ως ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Με τη βοήθεια του Φαναριώτη ποιητή Ηλία Τανταλίδη το 1873 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιητικά. Η συλλογή αυτή συνέβαλε στη γνωριμία του με τον πάμπλουτο Έλληνα Γεώργιο Ζαρίφη που του παρείχε τα οικονομικά μέσα για να ταξιδέψει στην Αθήνα και να γραφτεί στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Τον ίδιο χρόνο ο ποιητής κέρδισε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το πρώτο βραβείο με το ποίημα Κόδρος. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών αλλά προτίμησε να συνεχίσει τις σπουδές του στη φιλοσοφία στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας. Εξακολούθησε να γράφει ποιήματα και πήρε το πρώτο βραβείο στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με την ποιητική συλλογή "Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις" την οποία μετονόμασε σε "Βοσπορίδες Αύραι". Από το Μάιο του 1877 μέχρι τον Αύγουστο του 1878 συνέχισε τις φιλολογικές σπουδές του στη Λιψία, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ιστορία της φιλοσοφίας, την αισθητική και την ψυχολογία. Το 1880 άρχισε να γράφει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα "Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική". Το 1883 πήγε στο Λονδίνο όπου άρχισε να γράφει τα διηγήματά του με πρώτο "Το αμάρτημα της μητρός μου". Τα υπόλοιπα είναι: "Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως" (1883), "Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου" (1883), "Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας" (1884), "Πρωτομαγιά" (1884), "Το μόνον της ζωής του ταξείδιον" (1884), "Διατί η μηλιά δεν έγεινε μηλέα" (1885) και "Ο Μοσκώβ Σελήμ". Στο Λονδίνο έγραψε και την επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο: "Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω" και εξέδωσε και τη νέα ποιητική συλλογή του "Ατθίδες Αύραι". Το 1884 λόγω του θανάτου του Γ. Ζαρίφη επέστρεψε στην Αθήνα και διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο. Το 1885 ανακηρύχτηκε παμψηφεί υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή αλλά λόγω ανταγωνισμών δεν πέτυχε η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Οι φιλολογικοί κύκλοι τον περιφρονούσαν και ξαφνικά χωρίς λόγο απολύθηκε από καθηγητής και για να ζήσει, εργάστηκε ως καθηγητής της Δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών και έγραψε παράλληλα για τον Μπαρτ και τον Χιρστ στο "Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν". Το 1890 άρχισαν τα συμπτώματα μιας ασθένειας των νεύρων και μετέβη για λουτρά στις κεντρικές Άλπεις της Αυστρίας, όμως η κατάστασή του δεν βελτιώθηκε. Επιστρέφοντας στην Αθήνα γράφει διαρκώς: μια μελέτη για την Ιστορία της Φιλοσοφίας του Zeller και μεταφράσεις γνωστών ευρωπαϊκών μπαλλαντών (βαλλίσματα). Ο συγγραφέας σε ηλικία 40 ετών ερωτεύθηκε σφοδρά ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, το οποίο ζήτησε σε γάμο αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε από τη μητέρα της. Ακολούθησαν θλιβερά επεισόδια που κατέληξαν στον εγκλεισμό του Βιζυηνού στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, όπου και πέθανε τον Απρίλιο του 1896.
Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Ο πατέρας του ήταν νομομηχανικός κι έτσι στα παιδικά του χρόνια, αναγκάστηκε να αλλάζει συνέχεια τόπο διαμονής. Πέρασε από το Αργοστόλι, τη Λευκάδα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, την Αθήνα, μέχρι και από τα Χανιά. Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Αφού πήρε το δίπλωμα της Νομικής Σχολής των Αθηνών, διορίστηκε υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης. Η ελεύθερη φύση του δεν μπορούσε να δεχθεί την γραφειοκρατία της κρατικής μηχανής, την οποία και καυτηριάζει όποτε μπορεί (χαρακτηριστικό το πεζό: Κάθαρσις). Γι΄ αυτό και μετατέθηκε πολλές φορές διωκόμενος από ανωτέρους του. Στη διάρκεια αυτών των μεταθέσεων γνωρίζει την ανία και τη μιζέρια της επαρχίας, πράγμα που τον στιγματίζει. To Φεβρουάριο του 1919 εκδίδει την πρώτη του συλλογή: "Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων", η οποία τυγχάνει αδιάφορης ή υποτιμιτικής κριτικής. Τον ίδιο χρόνο εκδίδει μαζί με τον φίλο του Άγη Λεβέντη (με τα ψευδώνυμα Μίμης Χλαπάτσας και Νίκος Τσαπατσούλιας, αντίστοιχα) το σατιρικό περιοδικο "Η Γάμπα", που παρά την επιτυχία του κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη γιατί η αστυνομία απαγόρευσε την έκδοσή του. Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του τα "Νηπενθή". Εκείνο τον καιρό συνδέεται με την ποιήτρια Μ. Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι σχέσεις τους ήταν ερωτικές. Το 1924 ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 κυκλοφορεί η τελευταία του συλλογή, "Ελεγεία και Σάτιρες". Το Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Από εκεί στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα που κυριαρχεί σ΄ αυτήν την πόλη (χαρακτηριστικό το ποίημα Πρέβεζα). Στις 21 Ιουλίου θέτει τέρμα στη ζωή του.
Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943). Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης του Αγαμέμνονα και της Ζωής το γένος Κερασοβίτη, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, καταγόμενος από γενιά αγωνιστών του 1821 από την Πίνδο. Η μητέρα του απέκτησε συνολικά οχτώ παιδιά, επέζησαν όμως μόνο ο Μιλτιάδης και τρία κορίτσια. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, κάτι που του έδωσε τη δυνατότητα να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία για ολόκληρη τη ζωή του. Τα γυμνασιακά του χρόνια πέρασε στο Μεσολόγγι, την Πάτρα και την Αθήνα και κατόπιν οικογενειακής πίεσης γράφτηκε το 1888 στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου δεν αποφοίτησε ποτέ. Φοιτητής ακόμα δημοσίευσε ποιήματα αρχικά στην Εικονογραφημένη Εστία και αργότερα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες (Διόνυσος, Τέχνη, Παναθήναια, Άστυ, Ακρόπολις κ.α.), ενώ έζησε κοσμική ζωή και ήταν μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης. Το 1899 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συντρίμματα, αφιερωμένη στον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο (Jean Moreas), τον οποίο γνώρισε το 1897 κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του τελευταίου στην Αθήνα. Αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής στον γραπτό λόγο ως μέλος της εταιρίας Εθνική Γλώσσα, οργάνου του δημοτικιστικού κινήματος. Το 1908 παντρεύτηκε την κόρη του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη (και ξαφέλφη του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου) Ελίζα, με την οποία έζησε στο Παρίσι από το 1909 ως το 1915. Στο Παρίσι ο Μαλακάσης μπήκε στον κύκλο του Μοreas και ήρθε σε επαφή με το γαλλικό πνευματικό κόσμο της εποχής. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1915, έχοντας προηγουμένως επισκεφτεί τη Γερμανία και την Κωνσταντινούπολη. Αναγορεύτηκε κοσμήτορας της βιβλιοθήκης της Βουλής, θέση την οποία διατήρησε από το 1917 ως το 1935 και από το 1936 ως το 1937. Το 1923 τιμήθηκε με το Αριστείο γραμμάτων και το 1925 τύπωσε μια έκθεση περί βιβλιοθηκονομίας. Το 1932 εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ο Μαλακάσης ολοκλήρωσε συνολικά δέκα ποιητικές συλλογές (από τις οποίες η Κυρά του Πύργου σε θεατρική μορφή). Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν από χειρόγραφά του τα Μεσολογγίτικα, επιλογή παλαιότερων ποιημάτων του. Επηρεάστηκε έντονα από τη μακροχρόνια φιλία του με τον Μορεάς, αξιοποιώντας στο έργο του στοιχεία ρομαντικά στην αρχή και κατόπιν παρνασσιστικά, συμβολιστικά και νεοκλασικιστικά. Παράλληλα ασχολήθηκε με την ποιητική μετάφραση με κατ΄ εξοχήν δημιουργία του τη μετάφραση της συλλογής του Μορεάς Στροφές, και με την πεζογραφία. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην επίδραση που άσκησε ο Μαλακάσης στους μεταγενέστερούς του ποιητές. Τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Πέθανε στην Αθήνα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιλτιάδη Μαλακάση βλ. Άγρας Τέλλος, «Μαλακάσης Μιλτιάδης», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ΙΣτ΄. Αθήνα, Πυρσός, 1931 (τώρα και στον τόμο Τέλλος Άγρας, Κριτικά Τόμος δεύτερος· Ποιητικά πρόσωπα και κείμενα· Φιλολογική επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, σ.255-257. Αθήνα, Ερμής, 1981), Νέα Εστία ΛΓ΄, 1/6/1943, αρ. 384, Μερακλής Μ.Γ., «Μιλτιάδης Μαλακάσης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.326-329. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Χαρτοματζίδου - Λιάμα Ι., «Μαλακάσης Μιλτιάδης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986 και Κουμάκη Κατερίνα, «Χρονολόγιο Μιλτιάδη Μαλακάση (1869-1943)», Διαβάζω 357, 11/1995, σ.130-133 και Γιάκος Δημήτρης, «Μαλακάσης Μιλτιάδης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. .
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Λέων Κουκούλας (1894-1967). Ο Λέων Κουκούλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου. Πραγματοποίησε θεατρικές και φιλοσοφικές σπουδές, αλλά και σπουδές καλών τεχνών στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου, της Λειψίας, του Μονάχου και του Παρισιού. Στο χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε από τις σελίδες του Νουμά. Το 1915 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Της ζωής και του θανάτου και το 1923 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του Ένας - ένας. Ακολούθησαν κι άλλες ποιητικές συλλογές του, γνωστός ωστόσο στο λογοτεχνικό χώρο έγινε κυρίως για το μεταφραστικό έργο του, κυρίως θεατρικό, από έργα των Ίψεν, Στρίντμπεργκ, Σίλλερ, Μολιέρου και άλλων σημαντικών συγγραφέων. Δημοσίευσε κριτικά δοκίμια και άρθρα σε διάφορες αθηναϊκές εφημερίδες και δίδαξε δραματολογία στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου διετέλεσε και καλλιτεχνικός διευθυντής την περίοδο 1937-1946, και άλλες δραματικές σχολές. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πέθανε στην Αθήνα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Λέοντα Κουκούλα βλ. Άγρας Τέλλος, «Κουκούλας Λέων», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 15. Αθήνα, Πυρσός, 1931, Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Κουκούλας Λέων», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, Γιαλουράκης Μανώλης, «Κουκούλας Λέων», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Μερακλής Μ.Γ., «Λέων Κουκούλας», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ.530. Αθήνα, Σοκόλης, 1977.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Διπλωμάτης, πολιτικός, ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και επιφανής μεταφραστής και κριτικός του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα (1838-1920).
Ο Ερρίκος Χάινε γεννήθηκε στο Ντύσσελντόρφ το 1797 και πέθανε σε ηλικία 59 χρόνων στο Παρίσι το 1856.
Λυρικός ποιητής και κύριος εκπρόσωπος της ερωτικής ποίησης. Μαθητής ακόμα, έγραψε το ποίημα "Βαλτάσαρ" και φοιτητής της Νομικής έγραψε "Ονειροφαντασίες", "τραγούδια" και "ρομάντσες". Αργότερα έγραψε "λυρικό ιντερμέτζο", "ταξιδιωτικές εικόνες", "βιβλίο ασμάτων", "νέα τραγούδια" κ.ά.
Απ΄ το 1848, στα 51 χρόνια του, έμεινε παράλυτος έως τον θάνατό του.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα