Μάνα, λέξη ιερή! Λέμε αυτές τις τρείς λέξεις, συνήθως με στόμφο, και νιώθουμε πως έχουμε πει μια μεγάλη αλήθεια. Απ’ αυτές τις αλήθειες, τις διαχρονικές, τις οικουμενικές, τις αυταπόδεικτες. Αλήθειες, γύρω από τις οποίες, όπως γύρω από τη εστία, γύρω από την πηγή, γύρω από τον ακρογωνιαίο λίθο, χτίζονται οι οικογένειες, χτίζονται οι κοινωνίες.
Όμως, αν, κάποιες φορές, η φωτιά μας καίει αντί να μας ζεστάνει; Αν, κάποιες φορές, το νερό, αντί να μας ξεδιψάσει, μας πνίγει; Κάποιες φορές, ακόμα και οι βράχοι, οι πιο στιβαροί, έχουν τις δικές τους ρωγμές. Μήπως, κάποιες φορές, γύρω από το τοτέμ της μητρικής αγάπης, δεν χορεύουν όλα τα παιδιά σε κύκλο, με τα χέρια ενωμένα; Μήπως, ένα απ’ αυτά γυρίζει γύρω από τον εαυτό του, αποξενωμένο, κάνοντας πιρουέτες θυμού;
Η πρωταγωνίστρια αυτού του βιβλίου είναι ένα απ’ αυτά τα παιδιά, που θέλουν έναν βράχο να στηρίζονται μα δεν θέλουν μια πέτρα γύρω από τον λαιμό τους. Είναι μια έφηβη που θέλει να κόψει το σκοινί για να πετάξει, μα θέλει μια φωλιά για να μπορεί να ξεκουράσει τα φτερά της. Είναι μια κόρη που γίνεται κι αυτή μάνα, πριν προλάβει να γίνει γυναίκα. Και, τότε, χάνει τον εαυτό της, ανάμεσα στο χθες και το αύριο, στις ατελείωτες περιστροφές.
Μαριαλένα Δ. Σταθάκου (Καλλιτέχνης)