Εξαντλημένο στον εκδοτικό οίκο
ISBN:
9789607478160
Κατηγορίες:
Έτος κυκλοφορίας
Εκδότης
Έχει περάσει πολύς καιρός από την ημέρα της αποδημίας του πατέρα μου Νικηφόρου. Ο χρόνος της απουσίας μακραίνει και πολλαπλασιάζεται, καθώς οι παλιές γνώριμες παρουσίες λιγοστεύουν. Νιώθω πως είμαι ένας από τους τελευταίους φυσικούς μάρτυρες της ζωής του Νικηφόρου. Εκείνος που ακόμη θυμάται, που μπορεί να αναγνωρίζει τους απόντες στις παλιές φωτογραφίες, που μπορεί να συντάξει στο χαρτί σκέψεις ανέκφραστες, χειρονομίες σκόρπιες που δεν έχουν ποτέ καταγραφεί, χειρονομίες σκόρπιες που δεν έχουν ποτέ καταγραφεί, πράξεις ακαταχώρητες στις παλαιές δέλτους συμβάντων. Είμαι ένα πρόσωπο χρήσιμο κι επικίνδυνο μαζί. Χρήσιμο, γιατί έχω τις πληροφορίες και συγχρόνως σαφή επίγνωση των ορίων της επιτρεπόμενης παρέμβασης στην ανάγνωση ενός άλλου ανθρώπινου βίου -πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για τη ζωή και το έργο του Νικοφόρου- και επικίνδυνο, γιατί πάντα καιροφυλακτεί ο πειρασμός της προσφυγής σε ερμηνείες στις οποίες η αλήθεια συμπορεύεται συχνά με την αδιακρισία. Από τον πρόλογο του Κώστα Βρεττάκου
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (1912-1991). Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε στο χωριό Κροκεές της Λακωνίας, δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας, το γένος Παντελεάκη. Τα μαθητικά του χρόνια πέρασε στις Κροκεές και το Γύθειο (το 1927 αποφοίτησε από το Ελληνικό Σχολείο του Γυθείου). Το 1928, σε ηλικία δεκάξι μόλις χρόνων, έδωσε δύο διαλέξεις στην Εμπορική Λέσχη Γυθείου με θέμα Χριστιανισμός - Μαρξισμός. Το 1929 έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει, δεν τα κατάφερε όμως, κυρίως λόγω οικονομικής ανέχειας (είχε προηγηθεί ασθένεια και χρεοκοπία του πατέρα του). Εγκαταστάθηκε στα Κάτω Πατήσια και με τη βοήθεια του παιδικού του φίλου Θαλή Στ. Κουτούπη προσλήφθηκε στην εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης του έλους Τιρνάσου στη Λακωνία. Από το 1930 ως το 1931 έκανε διάφορες περιστασιακές, χειρωνακτικές κυρίως δουλειές για να κερδίσει τα προς το ζην, ενώ παράλληλα στράφηκε στη μελέτη από καθαρά προσωπικό ενδιαφέρον. Το 1932 κατατάχθηκε στο στρατό στην Τρίπολη για τέσσερις μήνες (καθώς ήταν προστάτης πολυμελούς οικογένειας). Το 1934 εργάστηκε ως γραφέας στις γενικές αποθήκες στρατού στον Πειραιά. Εκεί γνωρίστηκε με την Καλλιόπη Αποστολίδη, την οποία παντρεύτηκε τον ίδιο χρόνο και με την οποία απέκτησε μια κόρη τη Τζένη και ένα γιο τον Κώστα. Το 1935 εργάστηκε στα Μεταξουργία Νέας Ιωνίας και ένα χρόνο αργότερα ως ιδιωτικός υπάλληλος και ως εργάτης υφαντουργείου. Το 1938 διορίστηκε στο Υπουργείο Εργασίας με παρέμβαση του φίλου του Θέμου Αμουργή. Το 1940 στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Το 1941 μετά από διάλυση του Συντάγματος στο οποίο υπηρετούσε επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Η ημερολογιακές σημειώσεις του από αυτή την περίοδο αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του Το αγρίμι. Από το 1942 ως το 1944 συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση, οργανώθηκε στο Ε.Α.Μ. και γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. Την περίοδο εκείνη πέθανε ο πατέρας του και η ταφή του έγινε στην Πλούμιτσα. Το 1946 προσλήφθηκε ως γραφέας στον Οικονομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών του Πειραιά. Τον ίδιο χρόνο υπέγραψε τη διαμαρτυρία των ελλήνων λογοτεχνών
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα