Εγκατέλειψαν τον ιππόδρομο και, ανοίγοντας με δυσκολία δρόμο ανάμεσα στους χιλιάδες επισκέπτες, έφτασαν στο ναό του Δία. Ο συνωστισμός θύμισε στο Νεοκλή το κέντρο της Αθήνας της εποχής του. "Πολύς κόσμος, αδελφέ μου", φώναξε στον Τιμολέοντα που προπορευόταν. "Θα μπορέσουμε να δούμε τίποτα;" Τον είχε καταλάβει η ανυπομονησία να δει το άγαλμα του πατέρα των θεών, αμφέβαλλε όμως αν θα τα κατάφερνε. Οι συνθήκες που επικρατούσαν στο ναό εκείνη τη στιγμή ήταν απαγορευτικές για παρατήρηση του αριστουργήματος του Φειδία.
Μπήκαν μέσα, αλλά στάθηκε αδύνατο να πλησιάσουν κοντά στον χρυσελεφάντινο Δία. Ο Νεοκλής πήρε μια γεύση απʼ το ωραιότερο γλυπτό όλων των εποχών, έμεινε όμως ανικανοποίητος. "Πάμε να φύγουμε", παρακίνησε τον Τιμολέοντα. "Καλύτερα να έρθουμε άλλη φορά. Μια εποχή που δεν θα γίνονται αγώνες".
Ο Τιμολέων τον κοίταξε συνωμοτικά. "Αυτό μπορούμε να το κάνουμε αμέσως", του είπε χαμογελώντας πονηρά.
"Το καταλαβαίνω, αλλά δεν είναι ανάγκη", του το ξέκοψε εκείνος. "Θα προτιμούσα να επιστρέφαμε στην εποχή μας, εντάξει; Μην ξεχνάς ότι αύριο πρωί-πρωί πρέπει να ξεκινήσω την προσπάθεια που έχω αρχίσει. Θα ήταν προτιμότερο να το επιχειρούσαμε κάποια άλλη φορά. Δε νομίζω ότι χάθηκε ο κόσμος".
Συνειδητοποίησε ότι είχε αναφέρει τη λέξη ΄αύριο΄ και του ήρθε να γελάσει. Τελικά ο Τιμολέων είχε δίκιο. Η έννοια του χρόνου δεν ήταν αυτή που ο περισσότερος κόσμος νόμιζε. Το αύριο που είχε εκστομίσει, ουσιαστικά βρισκόταν δεκάδες αιώνες μετά, κι όμως εκείνοι θα το συναντούσαν πολύ σύντομα.