« Όλα έμοιαζαν κανονικά αλλά τίποτα δεν ήταν, γιατί όταν το λιοντάρι γονατίζει, όταν τα νύχια του γίνονται άχρηστα ροκανίδια ξύλου, δεν κάνουν πια κανέναν να τρέμει, όταν η πεθαμένη φλόγα των ματιών του εμπνέει περισσότερο θλίψη από τρόμο, ένα άτονο βλέμμα στραμμένο σε μια εσωτερική σκοτεινιά σ’ ένα σαρκίο διαλυμένο, σπασμένο...». Αυτό το σύντομο και κομψό μυθιστόρημα ξεκινάει με μια απατηλή αίσθηση αθωότητας. Ο διάχυτα ζεστός τόνος του και η παραμυθική αφήγησή του λειτουργούν σαν δέλεαρ, σαν μια μαγευτική ψευδαίσθηση. Σύντομα όμως μετά, Ο Τρελός του βασιλιά αφήνει να αναδειχθούν οι πιο σκοτεινές αποχρώσεις του, πολύ προτού αποκαλυφθεί η πραγματική βαρύτητα της ιστορίας –η ζωή στην υπηρεσία ενός αφέντη σημαίνει συνενοχή για τις πράξεις του, περιλαμβάνει το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί. Η αγάπη του αυλικού αξιωματούχου για τον ετοιμοθάνατο αφέντη του είναι καταρχάς συγκινητική, αλλά ο Μοχάμεντ, ο αφηγητής, μας δίνει την εντύπωση ότι αποκρύπτει τις αληθινές σκέψεις του για τη σχέση του με τον βασιλιά Χασάν Β’, που κυβέρνησε τυραννικά το Μαρόκο για σχεδόν σαράντα χρόνια, από το 1961 ώς το θάνατό του το 1999. Ο Μοχάμεντ μπεν Μοχάμεντ, ο γελωτοποιός της Αυλής, ο ποιητής, ο λόγιος θεολόγος, ζει και περιγράφει τις τελευταίες μέρες του ετοιμοθάνατου βασιλιά, του Σίντι, του αφέντη. Ο Τρελός του βασιλιά είναι ένας απολογισμός για το τρομερό τίμημα της αφοσίωσης που πληρώνει ο Μοχάμεντ. Είναι επίσης ένας στοχασμός πάνω στην ενοχή και τη συγχώρεση. Πρόκειται για ένα δυνατό, σύντομο παραμύθι, ήσυχα αλλά επίμονα βασανιστικό. Ήμουν για τριανταπέντε χρόνια ο αφοσιωμένος υπηρέτης του, ο διασκεδαστής με την ανεξάντλητη φαντασία, ο επίσημος θεολόγος, ο κυβερνήτης των πιστών που του ανήκαν, ο λογοτεχνικός του σύμβουλος, η αλάνθαστη αναφορά του στον μαγικό κόσμο της ποίησης.[...] Όλα έμοιαζαν κανονικά, αλλά τίποτα δεν ήταν για τον αφέντη μας. Εγώ, ο Μοχάμεντ μπεν Μοχάμεντ, αφρός από το κατακάθι και τη σαπίλα του Μαρακές, που τίποτα δεν προοιώνιζε να βρεθώ πλάι στους εκλεγμένους, εγώ ο φυγάδας από τα βαθιά υπόγεια της ανθρώπινης υπόστασης, ήμουν εκεί αυτή τη βραδιά του Ιουλίου πίσω από τον ετοιμοθάνατο αφέντη μου, αναμασώντας την τρομερή πρόβλεψη του γιατρού : « Σε δυό ή σε τρεις μέρες θα είμαστε όλοι ορφανοί ! »[...] Ήξερε το αδύνατο σημείο μου κι έβρισκε πάντα ευκαιρίες να το θυμήσει : « Οι σκύλοι δεν γεννούν γάτες » έλεγε. Το αίμα του προδότη είναι κληρονομικό, και άλλες αναφορές στο φυλακισμένο παιδί μου σε μια φυλακή του Νότου. Αν απαντούσα στις επιθέσεις του, θα κατέβαινα στο επίπεδό του. Όμως δεν άφηνα τίποτα. Αντίθετα, ετοίμαζα τα όπλα μου με την ησυχία μου και χτυπούσα τη στιγμή που δεν το περίμενε. Με τις αντεπιθέσεις έδινα κατάλληλες απαντήσεις, ανάλογα με τις προκλήσεις του. Καταδίκαζε με τη σειρά του το χτύπημα χωρίς να αντιδρά. Στις προσβολές παίζαμε το ίδιο παιχνίδι. Έτσι είχε θεσπιστεί μια ανακωχή μεταξύ μας, σίγουρα ευάλωτη. Αλλά, όπως συμβαίνει στους ψυχρούς πολέμους, βάστηξε πολύ περισσότερο από όσο είχαμε προβλέψει.
Ο Μαχί Μπινμπίν, ζωγράφος, γλύπτης και μυθιστοριογράφος, γεννήθηκε το 1959 στο Μαρακές, όπου και ζει. Αρχικά σπούδασε μαθηματικά στο Παρίσι. Στη συνέχεια αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Οι πίνακές του ανήκουν στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη. Το πρώτο του μυθιστόρημα "Le sommeil de l’esclave" (Ο ύπνος του σκλάβου, 1992 ) βραβεύτηκε με το Prix Mediterranee. Τα τρία τελευταία του έργα ("Cannibales", 1999, "Pollens", 2001, Βραβείο Γαλλοαραβικής Φιλίας, και "Terre d’ombre brulee", 2004) μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Το 2010 τα "Αστέρια του Σιντί Μουμέν" πήραν το βραβείο του καλύτερου αραβικού μυθιστορήματος.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα