Η περιουσία κάθε προσώπου είναι ένας παράγοντας που καθορίζει αποφασιστικά το βιοτικό του επίπεδο, την κοινωνική του θέση καθώς και τις δυνατότητες επίτευξης των στόχων του. Γι’ αυτό και η ελληνική έννομη τάξη την προστατεύει με όλα τα διαθέσιμα μέσα, ακόμη και με αυτά του ποινικού δικαίου, όπως π.χ. τις διατάξεις για τα περιουσιακά εγκλήματα. Ταυτόχρονα, όμως, λόγω της μεγάλης σημασίας της για τη διαμόρφωση των συσχετισμών δυνάμεων μέσα στην κοινωνία, η περιουσία κάθε προσώπου υπόκειται και σε διαρκή έλεγχο, προκειμένου να αποτρέπεται ο παράνομος πλουτισμός και η συνακόλουθη απόκτηση αθέμιτης οικονομικής και κοινωνικής ισχύος. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται εντατική χρήση, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, και πάλι των μέσων του ποινικού δικαίου, όπως π.χ. των διατάξεων για το ξέπλυμα χρήματος και τη δήμευση παράνομων περιουσιακών στοιχείων.
Στο δίτομο έργο «Η περιουσία ως αντικείμενο προστασίας και ελέγχου στο ελληνικό ποινικό δίκαιο», τμήμα του οποίου αποτελεί ο παρών τόμος, επιχειρείται μια συνθετική θεώρηση των ανωτέρω δικαιικών επεμβάσεων, τόσο για την ποινική προστασία όσο και για τον ποινικό έλεγχο της περιουσίας, στο παράδειγμα των διατάξεων για τα περιουσιακά εγκλήματα, το ξέπλυμα χρήματος και τη δήμευση. Έτσι επιδιώκεται όχι μόνο η καλύτερη κατανόηση των επιμέρους όψεων της έννοιας της περιουσίας στα διάφορα πεδία ποινικής χρήσης της, αλλά και η προαγωγή πιο σταθμισμένων λύσεων στα προβλήματα που αναφύονται σε κάθε πεδίο.
Στον παρόντα δεύτερο τόμο με τίτλο «Ο ποινικός έλεγχος της περιουσίας – Οι ρυθμίσεις για το ξέπλυμα χρήματος & τη δήμευση», ειδικότερα, που αφορά την περιουσία ως αντικείμενο ποινικού ελέγχου, παρουσιάζονται συστηματικά αφενός οι επιμέρους ρυθμιστικοί άξονες του διεθνούς μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής με αιχμή τον ποινικό έλεγχο της περιουσίας και την αποστέρηση παράνομων περιουσιακών στοιχείων, που προωθείται εντατικά τα τελευταία 35 χρόνια, κυρίως μέσω της νομοθεσίας για το ξέπλυμα χρήματος και τη δήμευση, και αφετέρου ο τρόπος με τον οποίον αυτοί οι άξονες έχουν ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο. Παράλληλα αναδεικνύονται καίρια ερμηνευτικά και δικαιοπολιτικά ζητήματα, που διατρέχουν το συγκεκριμένο, διαρκώς εξελισσόμενο πεδίο ποινικής παρέμβασης, και γίνονται προτάσεις, με απώτερο στόχο τη συγκρότηση μιας συνεκτικής δογματικής, που θα μπορούσε να διατηρήσει την αποτελεσματικότητα του οικείου θεσμικού πλαισίου, αποκαθιστώντας όμως παράλληλα και την –εξαιρετικά αμφίβολη σήμερα– συμβατότητά του με τις αρχές του κράτους δικαίου.