Συγχαρητήρια, κύριε Θεόφιλε, να τον χαίρεστε τον γιο σας, είναι ο καλύτερός μας µαθητής, πρέπει να τον στείλετε στο γυμνάσιο και αργότερα, γιατί όχι, στο πανεπιστήµιο. Ο Χαράλαµπος έχει πολλές δυνατότητες, θα προκόψει, θα το δείτε. Το γυµνάσιο, πόσο το ’θελε ο Χάρης αυτό το σχολείο, όµως η Θεσσαλονίκη δεν ήταν γι’ αυτόν, πώς θα µπορούσε ο καημένος ο πατέρας του να τα βγάλει πέρα µε άλλα τέσσερα παιδιά;
- Καλό είναι το γυμνάσιο, δάσκαλε, δεν λέω, όµως δεν είναι για μας, φτωχοί αγρότες είμαστε. Αν στείλω τον Χαράλαµπο στην πόλη θα στερήσω το φαΐ από τ’ άλλα µου παιδιά και δεν θέλω να τα αδικήσω. Το ξέρω θα τα κατάφερνε ο Χάρης μου, αλλά τι να γίνει, είναι ο πρωτότοκος βλέπεις, ας όψεται η φτώχεια.
Ράγισε η καρδιά του! Δεν µίλησε. Η φτώχεια, η φτώχεια, η φτώχεια. Πάντα αυτή η καταραµένη ήταν το εµπόδιο. Το χέρι του σφίχτηκε σε γροθιά. Έβραζε από αγανάκτηση.
Μέσα του µια επαναστατηµένη φωνή έλεγε: «Κάποτε θα γίνω πλούσιος, πολύ πλούσιος, να µη µε λένε Χάρη αν δεν τα καταφέρω». Έσφιξε τα δόντια του για να συγκρατήσει ένα λυγμό. Τον πήρε το παράπονο. Δεν µπορούσε να το χωνέψει πως ο Νικόλας, ο Βασίλης, ο Κωστής της Μαρούλας κι ο Γιαννάκης της Τερέζας, τα τούβλα της τάξης, θα πήγαιναν στο γυµνάσιο κι αυτός που ήταν ο πρώτος, ο καλύτερος, ο άριστος, θα ’μενε στο χωριό, κοντά στις αγελάδες και τα πρόβατα, στα χωράφια και στ’ αµπέλια, στ’ άχυρα και στον στάβλο. Όχι, ποτέ δεν µπορούσε να το δεχτεί αυτό, ποτέ δεν θα τα ’βαζε κάτω, δεν θα συμβιβαζόταν, όµως για την ώρα έκανε υπομονή. Δεν µπορούσε εξάλλου να κάνει και τίποτ’ άλλο. Δεν τα ’χε µε τον καηµένο τον πατέρα του, µε τη μοίρα του τα ’χε.