Στον πρώτο τόμο, υπό τη διεύθυνση της Cecile Morrisson, με τίτλο "Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (330-641)", παρουσιάστηκε η ίδρυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ο δεύτερος τόμος, υπό τη διεύθυνση του Jean-Claude Cheynet, είναι αφιερωμένος στους επόμενους αιώνες (7ος-13ος).
Κατά τη μεσαιωνική εποχή, η τεράστια πολυεθνική Αυτοκρατορία, τσακισμένη σχεδόν από τις σλαβικές και κυρίως τις αραβο-μουσουλμανικές εισβολές, μετασχηματίζεται σε κράτος επικεντρωμένο ξανά στον ελληνικό πληθυσμό. Εξακολουθεί όμως να υποδέχεται τις σλαβικές και αρμενικές μειονότητες, ενώ δεν έχει αποκοπεί εντελώς από την Ιταλία. Οι Βυζαντινοί ηγεμόνες μετατρέπουν, τελικά, το Βυζάντιο στη μεγαλύτερη χριστιανική δύναμη του 10ου και 11ου αιώνα, προτού χρειαστεί να αντιμετωπίσουν έναν νέο αντίπαλο, που έρχεται από τις στέπες της Ανατολής: τους Τούρκους. Η ικανότητα προσαρμογής της Αυτοκρατορίας αντιφάσκει προς την εικόνα μιας συντηρητικής και αμετάβλητης κοινωνίας, την οποία μας παρέδωσαν οι ίδιοι οι Βυζαντινοί, με τον ισχυρισμό ότι οι καινοτομίες τους δεν αποτελούσαν παρά επιστροφή στις παραδόσεις των προγόνων. Οι θεσμοί, οι ιεραρχίες, οι στρατοί τροποποιούνται επανειλημμένα, για να αντιμετωπίσουν τις νέες απειλές ή να εξασφαλίσουν την επέκταση. Η αυτοκρατορική εξουσία μετατρέπεται σε οικογενειακό και δυναστικό σύστημα, που τελειοποιείται επί Κομνηνών. Η Αυτοκρατορία βρίσκει, ωστόσο, την ταυτότητά της στον ορθόδοξο χριστιανισμό που, μετά το τέλος της Εικονομαχίας, θεμελιώνεται πάνω στη λατρεία των εικόνων, η οποία εμπνέει μια ιδιότυπη θρησκευτική τέχνη.
Η Βυζαντινή Εκκλησία απομακρύνεται από την Εκκλησία της Ρώμης, την πρωτοκαθεδρία της οποίας αρνείται να αναγνωρίσει, και επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της προς τις θυγατρικές Εκκλησίες της Βουλγαρίας και της Ρωσίας. Κατά την περίοδο αυτή, ο βυζαντινός πολιτισμός οικειοποιείται την ειδωλολατρική αρχαία ελληνική γραμματεία και πείθεται για την ανωτερότητά της. Η στρατιωτική και οικονομική ισχύς των Λατίνων, που καταλήγει στην άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, οδηγεί τους Βυζαντινούς σε μια αναδίπλωση ως προς την ταυτότητά τους, η οποία αργότερα θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός "έθνους-κράτους".
Ο Bernard Flusin είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Sorbonne, διευθυντής σπουδών στην Ecole Pratique des Hautes Etudes (Θεολογικές επιστήμες).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Ο Michel Kaplan (Μισέλ Καπλάν), ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris I (Πάνθεον-Σορβόνη) του οποίου διατέλεσε πρύτανης από το 1999 έως το 2004, ξεκίνησε τις έρευνές του υπό την καθοδήγηση αρχικά του Πολ Λεμέρλ και στη συνέχεια της Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ και του Νίκου Σβορώνου. Οι πρώτες μελέτες του αφορούσαν την οικονομική ιστορία του Βυζαντίου και ιδιαίτερα την αγροτική οικονομία. Στη συνέχεια διεύρυνε το πεδίο των ερευνών του και ασχολήθηκε με τους πολιτικούς και θρησκευτικούς αξιωματούχους της βυζαντινής κοινωνίας, καθώς και με τις σχέσεις εξουσίας μέσω της μελέτης του μοναχισμού και της αγιοσύνης. Συμμετείχε επίσης στη σύνταξη πολλών συγγραμμάτων για φοιτητές κάθε επιπέδου καθώς και πολλών εκλαϊκευτικών έργων για το ευρύ κοινό. Είναι μέλος του συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Βυζαντινών Σπουδών και διακεκριμένος ομιλητής σε διεθνή συνέδρια.
Διαδέχθηκε την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ στη διεύθυνση του Ινστιτούτου Ερευνών για το "Βυζάντιο, το Ισλάμ και τη Μεσόγειο κατά τον Μεσαίωνα" του Πανεπιστημίου Paris I, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 2015, και είναι υπεύθυνος της σειράς Byzantina Sorbonensia των εκδόσεων της Σορβόνης.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Ο Jean-Claude Cheynet είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Sorbonne.