Μία συλλογή μελετών δημοσιευμένων στο ηλεκτρονικό Περιοδικό Λόγου και Τέχνης «Χάρτης», όπου σκιαγραφείται η χαρισματική, «πολύπτυχη» και ποιοτικά στιβαρή μορφή του Νίκου Γκάτσου, η οποία ξεχωρίζει μέσα στους πνευματικούς κύκλους της χώρας –και όχι μόνο–, στον «ταραγμένο» 20ό αιώνα. Μετά την ανυπέρβλητη «Αμοργό» του, η ποίηση τραγουδήθηκε, η στιχουργική του ιδιοφυΐα χάρισε άλλη διάσταση στο τραγούδι, ενώ το μεταφραστικό έργο του παραμένει εμβληματικό και διαχρονικό – κι όλα αυτά αποτελούν πολύτιμο θησαυρό για τον καθένα μας.
[Αγαθή Δημητρούκα, «Η ποίηση στο τραγούδι: Η περίπτωση του Νίκου Γκάτσου»]
Επιτρέψτε μου να σταθώ σε δύο από τα πέντε χαρακτηριστικά της επιτυχίας που προανέφερα: Το πρώτο είναι ότι «άνοιξε με την ποίησή του τον δρόμο για το ποιητικό τραγούδι στην Ελλάδα». Μέχρι τότε, τα τραγούδια που γράφονταν από επώνυμους δημιουργούς, που τα υπέγραφαν δηλαδή συνθέτες και στιχουργοί, ήταν αισθηματικά και μονοδιάστατα. Δεν είχαν ούτε στο ελάχιστο το βάθος των νοημάτων, το εύρος των συμβολισμών ή τον όγκο των εικόνων που χαρακτηρίζουν την ποίηση, αλλά και το ελληνικό δημοτικό τραγούδι των ανώνυμων δημιουργών. Ο Γκάτσος γνώριζε τα ποιητικά ρεύματα του καιρού του και είχε αφομοιώσει το δημοτικό τραγούδι και τους τρόπους του.
[…] Βεβαίως, μιλάμε για το ποιητικό τραγούδι, γι’ αυτό που ο ίδιος ο Γκάτσος δημιούργησε και το έχουμε ως κανόνα οι νεότεροι· για το τραγούδι, που οι στίχοι του μπορούν να αποσπαστούν από τη μουσική και να λειτουργήσουν ως αυτόνομο ποιητικό κείμενο. Με όλα αυτά που προανέφερα, δεν εννοώ ότι ο Γκάτσος δεν έγραψε ποτέ απλούς, μονοδιάστατους στίχους. Το έκανε για τις ανάγκες κάποιας ελληνικής κινηματογραφικής ταινίας ή αναγκασμένος από τη δισκογραφική εταιρεία να συνεργαστεί με συνθέτες και τραγουδιστές διαφορετικού ύφους. Ωστόσο, και οι συγκεκριμένοι στίχοι αντικατοπτρίζουν την ευγένεια της ποιητικής γραφής του Γκάτσου. Με άλλα λόγια, δεν συμμερίζομαι την άποψη εκείνων που διαχωρίζουν την ποίηση από την ποιητική στιχουργία, ούτε και τους ποιητές που κάνουν έκπτωση στην τέχνη τους, όταν αναλαμβάνουν να γράψουν τους στίχους ενός τραγουδιού. Ο Γκάτσος μάς απέδειξε ότι οι στίχοι των τραγουδιών μπορεί να είναι καθαρή ποίηση, αλλά μελοποιήσιμη, και ότι η γραφή της συνεπάγεται περισσότερες δυσκολίες, περιορισμούς και επεξεργασία απ’ ό,τι η συνήθης προσωπική ποίηση.
Στο αφιέρωμα χαρτογραφούν:
Φώτης Βασιλείου, Χρήστος Γιανναράς, Κώστας Γουλιάμος, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Αγαθή Δημητρούκα, Σωτήρης Κακίσης, Μαρία Καρακάουζι, Σταύρος Καρτσωνάκης, Ιωάννης Κιορίδης, Δημήτρης Κοσμόπουλος, Ελένα Κουτριάνου, Αλέξανδρος Μόρντουντακ, Κώστας Μπουρναζάκης, Ρόνι Μπου Σάμπα, Γκρέγκορυ Ναζ, Στίβεν Ουτζ, Παναγιώτης Ροϊλός, Δημήτριος Σταμάτης, Βιθέντε Φερνάντεθ Γκονθάλεθ, Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Ιερομόναχος Χρυσόστομος.
Αγαθή Δημητρούκα (Επιμέλεια)
Η Αγαθή Δημητρούκα γεννήθηκε το 1958 πλάι στον πληθωρικό Αχελώο, γεγονός που προσέδωσε στο χαρακτήρα και στις πράξεις της κάτι το ορμητικό αλλά όχι βίαιο. Έτσι, το 1974 συνέδεσε τη ζωή της με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο και το 1976 άρχισε να γράφει στίχους για τον Μάνο Χατζιδάκι. Ως στιχουργός συνεργάστηκε στη συνέχεια και με νεότερους συνθέτες, ενώ παράλληλα άρχισε να μεταφράζει - από τα ισπανικά- κείμενα για λογοτεχνικά περιοδικά και στίχους τραγουδιών για δίσκους, αλλά για το βιβλίο Στην άλλη ακτή στην άλλη όχθη (Τραγούδια από την παράδοση των Ισπανοεβραίων. Εικόνες: Χρήστος Μαρκίδης, Εκδόσεις Πατάκη, 1995).
Δημήτρης Καλοκύρης (Υπεύθυνος Σειράς)
Γεννήθηκε το 1948 στο αχανές Ρέθυμνο. Σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη, όπου ίδρυσε το περιοδικό "Τραμ", καθώς και τις ομώνυμες εκδόσεις λογοτεχνίας και τέχνης (1971-87). Στην Αθήνα εξέδωσε το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό "Χάρτης" (1982-87). Διετέλεσε διευθυντής συντάξεως και καλλιτεχνικός διευθυντής του πολιτιστικού περιοδικού "Το Τέταρτο" (1985-87). Έχει κάνει τρεις εκθέσεις κολάζ και εικονογράφησε βιβλία για παιδιά. Το 1996 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το φαντασμαγορικό του σύγγραμμα "Η ανακάλυψη της Ομηρικής" και το 2014 με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου του. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 ασχολείται συστηματικά με το έργο του Μπόρχες με μεταφράσεις, ομιλίες, άρθρα, συμμετοχές σε διεθνή συνέδρια και ραδιοφωνικές εκπομπές. Συναντήθηκαν δύο φορές και συζήτησαν διεξοδικά. Το "Μπεθ" είναι το πρώτο βιβλίο που έχει γραφτεί για τον Μπόρχες στα ελληνικά.