Σε αυτό το κόμικ αποτυπώνονται με χιούμορ ο ερασιτεχνισμός, οι γκάφες, οι μωροφιλοδοξίες, οι ίντριγκες, η αγνωμοσύνη, τα ευτράπελα, οι αυτοσχεδιασμοί, οι κουτοπονηριές, οι ζαβολιές, οι γκάφες, μέσα στις οποίες δημιουργήθηκαν οι πρώτες βουβές ταινίες μυθοπλασίας στην Ελλάδα. Και, προπάντων, κυριαρχεί η μορφή του Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ.
«Ήταν Κυριακή βράδυ και ο κόσμος είχε πλημμυρίσει το μεγάλο αθηναϊκό θέατρο όπου επρόκειτο να εμφανιστώ ως παλιάτσος. Ήρθαν να γλεντήσουν με έναν παλιάτσο που η καρδιά του αιματωνόταν και πονούσε. Ήρθαν για έναν παλιάτσο που πονούσε και ήταν έτοιμος να ξεσπάσει όχι σε γέλιο, για να κάνει και τους άλλους να γελάσουν, μα σε κλάμα, σε κλάμα σπαραχτικό. Γυρνώντας στην πλατεία, τους λέω: Γέλα, παλιάτσο! Ο κόσμος πληρώνει!» γράφει στην αυτοβιογραφία του.Αυτός ο Έλλην Σαρλώ, ο «Σαχλό» όπως τον επονόμασαν οι συγκαιρινοί του. Ο οποίος, μετά από έναν αιώνα, «ο διασημότερος των άσημων ηθοποιών», όπως έγραφαν τότε οι εφημερίδες, «ανασταίνεται» για πρώτη φορά μέσα σε αυτό το κόμικς. Πού να το φανταζόταν...
«O Mιχαήλ Mιχαήλ είναι το παιδί της μοίρας, προσπάθησε, πάλεψε και κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα μέλλον, μα δυστυχώς εδώ δεν είναι τόπος που μπορεί ν’ αναδειχθεί, γιατί του λείπει η υποστήριξη. Σ’ άλλο μέρος θα το παίρναν από τ’ αυτί αυτό το παιδί, που ο έρωτας δεν λέγεται, θα τον έβαζαν σ’ ένα σχολείο της άφωνης τέχνης για να τελειοποιηθεί, και θα τον λανσάριζαν με μεγάλη επιτυχία.»
—Περιοδικό O Kινηματογράφος, 13 Ιανουαρίου 1924—