Κεφαλλονίτης από καταγωγή, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1918. Σπουδές: Κολλέγιο Αθηνών, Νομική Σχολή Αθηνών, Δραματική Σχολή Εθνικού Θεάτρου και μεταπολεμικά: Royal Academy του Λονδίνου, Πανεπιστήμιο Yale και Εργαστήριο Πισκάτορ στη Νέα Υόρκη. Στην Κατοχή δούλεψε ως ηθοποιός, ενδυματολόγος, μεταφραστής και κριτικός κινηματογράφου. Συνιδρυτής του περιοδικού "Τετράδιο" (1944) και συνεργάτης αθηναϊκών εφημερίδων. Το θεατρικό του έργο "Ο τελευταίος ασπροκόρακας" παίχτηκε στο Θέατρο Τέχνης του Κουν και τον επόμενο χρόνο "Το μονοπάτι της λευτεριάς" απ΄ το θίασο του Γιώργου Παππά και Μελίνας Μερκούρη. Η σκηνοθετική του σταδιοδρομία άρχισε στη Νέα Υόρκη το 1947, συνεχίστηκε στο Λονδίνο και τελικά στην Αθήνα, με πρώτη παράσταση την "Κληρονόμο" στο Θέατρο Μουσούρη. Ως σκηνοθέτης του Εθνικού Θεάτρου, μόνιμος (1950-1964) κι αργότερα έκτακτος, ανέβασε συνολικά εκατόν δύο θεατρικά έργα. Άλλα εξήντα πέντε σκηνοθέτησε σε διάφορους αθηναϊκούς θιάσους, στο Κ.Θ.Β.Ε., στην Ε.Λ.Σ. και στο δικό του θίασο, "Προσκήνιο" (1967-1978), καθώς επίσης στο Μίσιγκαν των Η.Π.Α. ως καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Χρημάτισε αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Ε.Ι.Ρ.Τ. (1975) και δυο φορές διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Έγραψε δώδεκα βιβλία με θεατρικά θέματα. Διακρίσεις: Ταξιάρχης του Φοίνικα, Βραβείο Ακαδημίας, επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει δύο κόρες και τρία εγγόνια.
Ο Ζαν Ανούιγ γεννήθηκε στο Μπορντώ της Γαλλίας το 1910. Ύστερα από τις νομικές του σπουδές κι από ένα σύντομο πέρασμα από τη δημοσιογραφία, βλέπει το πρώτο του έργο, την "Ερμίν" ν΄ ανεβάζεται στο Theatre de l΄ Oeuvre, το 1932. Η υποδοχή που του επεφύλαξαν στο έργο αποφασίζει ολόκληρη την καριέρα του. Για πολύ καιρό γραμματέας του Λουί Ζουβέ, γράφει διαδοχικά τον "Μανδαρίνο" (1933), και το "Υπήρχε ένας φυλακισμένος" (1935) που τα υποδέχτηκαν με μύδρους κριτικοί σαν τον Γκαμπριέλ Μαρσέλ και τον Ρομπέρ Μπραζιγιάκ. Οπωσδήποτε όμως, για να γνωρίσει την πραγματική επιτυχία πρέπει να περιμένει ως το 1937, χρονιά που δίνει τον "Ταξιδιώτη χωρίς αποσκευές", και το 1938, χρονιά που δίνει το "Αγρίμι". Με το "Χορό των κλεφτών" και το "Ραντεβού στο Σανλί" η φήμη του θα μεγαλώσει. Με την "Αντιγόνη" του (1944) γνωρίζει το θρίαμβο, εκσυγχρονίζοντας το αρχαίο θέμα, που το αντλεί απ΄ το Σοφοκλή, εκθειάζοντας σε μια πολύ πρόσφορη στιγμή - τη στιγμή της Γερμανικής Κατοχής - το ασυμβίβαστο της αγνότητας μπροστά στην άτεγκτη σκοπιμότητα της πολιτικής πράξης.
Χωρίς ν΄ αγνοεί κανένα απ΄ τα "νήματα" της δουλειάς του σαν δραματουργού, θεωρούμενος σαν ένας από τους άριστους θεατρικούς συγγραφείς της εποχής του, που μεταφράζει σκηνικώς τη σκληρότητα και την απανθρωπιά της κοινωνικής ασυναρτησίας, καθώς και τη βαθιά αρρώστια απ΄ την οποία πάσχουν οι συνειδήσεις, ο Ζαν Ανούιγ προσπάθησε να ευρύνει τον πίνακά του τα τελευταία χρόνια, προσθέτοντας στα βασικά στοιχεία της βιοθεωρίας του είτε πολιτικά στοιχεία, "Κακόμοιρε Μπιτός" (1956) - "Ουρλουμπερλού" (1959), είτε ιστορικά, όπως το πραγματοποίησε με τον "Κορυδαλλό" (1953), όπου ζωγραφίζει μια δυνατή και ελάχιστα αληθοφανή μορφή της Ζαν ντ΄ Αρκ, είτε θρησκευτικά, όπως στον "Μπέκετ" (1959), που έγραψε σε μια στιγμή έξοχης έμπνευσης.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα