Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Αποστέλλεται την ίδια ή την επόμενη εργάσιμη
ISBN:
9789607033086
Κατηγορίες:
Έτος κυκλοφορίας
Εκδότης
Από τα ονόματα/σύμβολα μέσα στην ιστορία τον Νεοελληνικού Πολιτισμού, η "θεία Κούλα" δεν υπήρξε μονάχα, με τον γενναιόκαρδο, ελληνοτραφή, τίμιο, ευθύ, γεμάτον οραματισμούς υψηλούς και δημιουργική θετική βούληση χαρακτήρα της η "θεία", η συγγένισσα και φίλη όλων μας. Υπήρξε και "θεία" με μια μυστηριώδη, "θεολογική" υποδήλωση: μια μορφή καθαρή και έξω από τα συνηθισμένα του πνευματικού μας καθόλου βίου, μορφή που έφερε μέσα της ως μεγάλη δωρεά ένα αυτοτελές, αυτογενές και αυστηρά προσωπικό θεϊκό θραύσμα, μια χαρισματική δύναμη δημιουργίας, φως εκ φωτός, παρακαταθήκη αείζωη του Δημιουργού Θεού στην ύπαρξή της.
Αυτό το σπάνιο πλάσμα, η Κούλα Πράτσικα, που δεν είχε τίποτε από την επιπολαιότητα των συγκαιρινών της, αλλά είχε τα πάντα από την φιλοπατρία, την αυτοθυσία, το μεράκι, την λεβεντιά, την ονειροπόληση των υψηλών που χαρακτηρίζουν διιστορικά τους αυθεντικούς Έλληνες, ύψωσε το όνομά της μέσα στη νεοελληνική κοινωνία με βαθειά συνείδηση της ταυτότητάς της / της ταυτότητάς της πνευματικής του Έθνους μας. Και αναδείχτηκε δημιουργός αξεπέραστος, με προδρομικό σθένος, μιας πολιτισμικής πραγματικότητας: του συστηματικά έντεχνου ελληνικού χορού στην Ελλάδα.
Η "θεία Κούλα" έπραξε μέσα στον βαθύ, μυστικό ειρμό της ύπαρξής της, όσα η μεγαλοφτέρουγη ψυχή της ονειρεύτηκε και ανέβηκε δικαιωματικά στην ιερή πινακοθήκη των αθάνατων μορφών του πολιτισμού μας.
Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.
Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά.
Το ΄38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα.
Το ΄40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το ΄47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το ΄53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το ΄58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το ΄67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.
Το ΄82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου
Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα.
Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία.
Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89.
Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος.
Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί.
Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.
(Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Στρατής Μυριβήλης (1890- 1969). Ο Στρατής Μυριβήλης (πραγματικό όνομα Ευστράτιος Σταματόπουλος) γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου, πρωτότοκος γιος του Χαράλαμπου Σταματόπουλου και της Ασπασίας το γένος Γεωργιάδη. Φοίτησε στην Αστική Σχολή Συκαμιάς και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης, από όπου αποφοίτησε το 1910. Το 1912 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, εργαζόμενος παράλληλα ως συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες. Τις σπουδές του εγκατέλειψε σύντομα για λόγους βιοπορισμού. Κατατάχτηκε εθελοντικά το 1912 και πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους (όπου τραυματίστηκε στο πόδι), στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία (ως ανθυπολοχαγός). Μετά την καταστροφή της Σμύρνης έφυγε για τη Λέσβο, όπου έζησε ως το τέλος του 1932, οπότε εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου άρχισε να γράφει τη Ζωή εν τάφω και το 1920 παντρεύτηκε την Ελένη Δημητρίου, με την οποία απέκτησε δυο γιους και μια κόρη. Από το 1925 ως το 1933 στήριξε το Εργατικό Κόμμα του Α.Παπαναστασίου, τόσο από τη Λέσβο, όσο και από την Αθήνα. Στη Λέσβο συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Σάλπιγξ, Ελεύθερος Λόγος, Καμπάνα, Ταχυδρόμος και άλλες, δημοσιεύοντας πεζογραφήματα, ποιήματα, άρθρα και χρονογραφήματα, έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικού Συνδέσμου Ελλήνων Επιστράτων Αιγαίου και στρατεύτηκε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας, ενώ μετά την καταστροφή τάχθηκε υπέρ της Στρατιωτικής Επανάστασης. Στην Αθήνα συνεργάστηκε με εφημερίδες όπως η Καθημερινή, η Εθνική, η Ακρόπολις, η Πρωία, η Απογευματινή, η Ελευθερία και περιοδικά όπως ο Θεατής, η Νέα Εστία, η Ελληνική δημιουργία, ο Ακρίτας, τα Στρατιωτικά Νέα. Εργάστηκε επίσης στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων (από όπου απολύθηκε το 1955 με το βαθμό του Διευθυντή Αʼ τάξεως, έχοντας συμπληρώσει το όριο ηλικίας). Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου δήλωσε ανοιχτά την αντίθεσή του προς την κομμουνιστική ιδεολογία. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ακαδημίας Αθηνών (εκλέχτηκε το 1958 μετά από πέντε υποψηφιότητες που απορρίφθηκαν) και τιμητικό μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας (1940 για το Γαλάζιο βιβλίο) και το Σταυρό του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α΄ (1959). Πέθανε άρρωστος από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού στην Αθήνα. Η πρώτη εμφάνιση του Στρατή Μυριβήλη στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1915 με τη συλλογή διηγημάτων Κόκκινες ιστορίες. Στα πρώτα του βήματα συνδέθηκε με τη λογοτεχνική γενιά του 1920, η οποία δέχτηκε έντονη την επίδραση του Κωστή Παλαμά των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων των αρχών του αιώνα (Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Καταστροφή). Σύντομα ωστόσο αποδεσμεύθηκε από την απαισιόδοξη κοσμοθεωρία των συγχρόνων του και αναδείχθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους αντιμιλιταριστές συγγραφείς της Ευρώπης και πρόδρομος της γενιάς του Τριάντα. Σταθμό στην πρώτη αυτή φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε η Ζωή εν Τάφω, που εγκαινίασε τη σύγχρονη ελληνική αντιπολεμική λογοτεχνία. Το έργο Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1932) αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως μεταβατικό στάδιο προς τη δεύτερη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας (1933-1949), στην οποία κυριαρχεί η τάση προς άρνηση του παρόντος και στροφή προς την παιδική ηλικία, τάση που άσκησε επιρροή και στο γλωσσικό και υφολογικό πεδίο του έργου του. Από τη δεύτερη αυτή περίοδο αναφέρουμε το μυθιστόρημά του η Παναγιά η Γοργόνα. Τέλος στην τρίτη περίοδο του έργου του (1949-1969) ο Μυριβήλης στράφηκε προς μια ποικιλία θεμάτων, στόχων και εκφραστικών μέσων. Εδώ εντάσσονται οι συλλογές διηγημάτων του Το πράσινο βιβλίο , Το γαλάζιο βιβλίο, Το κόκκινο βιβλίο και Το βυσσινί βιβλίο. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Στρατή Μυριβήλη βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Μυριβήλης Στρατής», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Λυκούργου Νίκη, «Μυριβήλης Στρατής», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό7. Αθήνα, Εκδοτική
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Παντελής Πρεβελάκης (1909 - 1986). Ο Παντελής Πρεβελάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, δεύτερος γιος του Γεωργίου Πρεβελάκη και της Ειρήνης το γένος Φραγκιαδάκη. Στο Ρέθυμνο πέρασε τα σχολικά του χρόνια και σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων εξέδωσε μαζί με τον Γ.Ανδρουλιδάκη το λογοτεχνικό περιοδικό Αθηνά, που κυκλοφόρησε για ένα χρόνο. Το 1926 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην Αθήνα γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη με τον οποίο συνδέθηκε με μακρόχρονη φιλία. Δυο χρόνια μετά την έναρξη των σπουδών του πήρε μετεγγραφή στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου και το 1930 έφυγε για περαιτέρω σπουδές στο Παρίσι. Εκεί έμεινε για δυο χρόνια και παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Γραμμάτων της Σορβόννης και στο Ινστιτούτο Τέχνης και Αρχαιολογίας, από όπου αποφοίτησε το 1933. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα αναγορεύτηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διορίστηκε έκτακτος καθηγητής στην έδρα της Ιστορίας Τέχνης, χωρίς ποτέ να μονιμοποιηθεί λόγω της πολιτικής του ιδεολογίας υπέρ του Βενιζέλου. Το 1937 διορίστηκε στη Διεύθυνση Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας, και παρά το εχθρικό κλίμα του μεταξικού καθεστώτος δραστηριοποιήθηκε έντονα, κυρίως στον τομέα Καλών Τεχνών. Το 1939 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και από το 1938 δίδασκε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Μετά τη κήρυξη του πολέμου από τους ιταλούς έκανε αίτηση να καταταγεί εθελοντής και όταν δεν έγινε δεκτή στράφηκε προς τον αγώνα για τη διαφύλαξη και διάσωση των έργων της Εθνικής Πινακοθήκης και του Εθνολογικού Μουσείου. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής απουσίασε από την εκδοτική δραστηριότητα και παύτηκε από τις εργασίες του. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο και ταξίδεψε σε πολλές χώρες. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αρνήθηκε να διοριστεί στη Μέση Εκπαίδευση και να τιμηθεί από τη χούντα, κυκλοφόρησε μυστικά την Αντίστροφη Μέτρηση και εκτός εμπορίου τον Νέο Ερωτόκριτο και συμμετείχε στην ίδρυση της Εταιρείας Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη. Μετά τη Μεταπολίτευση τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (1977) και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Φιλοσοφικών Σχολών των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Πέθανε στο σπίτι του στην Εκάλη από καρδιά σε ηλικία 77 ετών. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1928 με το μονόπρακτο θεατρικό έργο Ο μίμος και το μακροσκελές ποίημα Στρατιώτες εμπνευσμένο από τη Μικρασιατική καταστροφή. Το 1938 εξέδωσε το Χρονικό μιας Πολιτείας με το οποίο καθιερώθηκε στο χώρο της πεζογραφίας της γενιάς του Τριάντα. Στο έργο του Πρεβελάκη, ποιητικό και πεζογραφικό κυριαρχεί η εμπλοκή ιστορικής και λογοτεχνικής πραγματικότητας, η εμμονή σε μεγάλα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου. Στην πορεία της συγγραφικής του δραστηριότητας, η οποία κάλυψε τριανταέξι χρόνια από τη ζωή του, πέρασε από την έκφραση των μεγάλων οραμάτων της ελευθερίας σε μια εσωτερικότερη γραφή, πάντα όμως σε στενή σχέση με τον αφετηριακό προσανατολισμό του. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Παντελή Πρεβελάκη βλ. Αλεξίου Στυλιανός, «Πρεβελάκης Παντελής», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Γιαλουράκης Μανώλης, «Πρεβελάκης Παντελής», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Παρίσης Νικήτας, «Παντελής Πρεβελάκης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ζ΄ , σ.338-371. Αθήνα, Σοκόλης, 1993.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Κώστας Ουράνης (1890-1953). Ο Κώστας Ουράνης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Ο πατέρας του Νικόλαος Νέαρχος καταγόταν από την Κυνουρία και η μητέρα του Αγελική το γένος Γιαννούση από το Λεωνίδιο Αρκαδίας, όπου ο Ουράνης πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου). Το 1908 ήρθε στην Αθήνα και συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη, προτίμησε όμως την κοσμοπολίτικη ζωή, μπήκε στους κύκλους των μποέμ και προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύτηκε δυο χρόνια στην Ελβετία σε σανατόριο του Νταβός. Εκεί γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Μανουέλα Σαντιάγκο από την Πορτογαλία, με την οποία χώρισε αργότερα και γύρω στο 1930 παντρεύτηκε την Ελένη Νεγρεπόντη, συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας, γνωστή με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα και επέστρεψε τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος (διευθυντής στον Ελεύθερο Λόγο, συνεργάτης στο Νουμά, τη Δάφνη, τον Καλλιτέχνη, τα Γράμματα (Αλεξάνδρειας), τη Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), τη Μούσα, το Ελεύθερο Βήμα, τον Ελεύθερο Λόγο, τον Εθνικό Κήρυκα της Αμερικής κ.α. ). Ταξίδεψε πολύ, όμως η κατάσταση της υγείας του που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και επιδεινώθηκε μετά τη γερμανική κατοχή τον ανάγκασε να περιοριστεί στην Αθήνα. Πέθανε το 1953 από καρδιακή προσβολή στο σανατόριο Παπανικολάου. Η αγάπη του Κώστα Ουράνη για τη λογοτεχνία χρονολογείται από τη νεανική ηλικία του. Μαθητής ακόμα στη Ροβέρτειο Σχολή έγραψε ένα ποίημα για την καταστροφή της Αγχιάλου και το 1908 εμφανίστηκε στις στήλες του περιοδικού Ελλάς. Η επίσημη εμφάνιση του όμως στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1909, όταν δημοσίευσε τη νεανική ποιητική συλλογή του Σαν Όνειρα, την οποία αποκήρυξε αργότερα, θεωρώντας ως πρώτη δημιουργία του τη συλλογή Spleen, που τύπωσε το 1912. Ακολούθησαν οι Νοσταλγίες (1920) και οι Αποδημίες, ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες, και συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά μετά το θάνατο του ποιητή στην έκδοση Ποιήματα του 1953. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία (Αχιλλεύς Παράσχος), την ταξιδιωτική λογοτεχνία (Sol y sombra, Σινά, το θεοβάδιστον Όρος, Γλαυκοί δρόμοι , Ταξίδια στην Ελλάδα και άλλα), το χρονογράφημα, τη συνέντευξη, ενώ εξέδωσε επίσης την κριτική μελέτη Κάρολος Μπωντλαίρ (1918). Ο Ουράνης τοποθετείται ανάμεσα στους λεγόμενους παρακμιακούς ή νεορομαντικούς έλληνες ποιητές του Μεσοπολέμου (Καρυωτάκης, Άγρας, Λαπαθιώτης, Κλέων Παράσχος και άλλοι) και καθοριστική ήταν η επίδραση που δέχτηκε από το Μπωντλαίρ. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονες συμβολιστικές επιρροές με κυρίαρχο τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, το μελαγχολικό τόνο, το αίσθημα της ανεκπλήρωτης ευτυχίας, της νοσταλγίας, της πλήξης και τη διάθεση φυγής, η οποία όμως υπονομεύεται από μια ρεμβαστική νωχελικότητα. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Ουράνη βλ. Άγρας Τέλλος, «Ουράνης Κώστας», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 19. Αθήνα, Πυρσός, 1932, Αργυρίου Αλεξ., «Ουράνης Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, «Κώστας Ουράνης», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.316-363. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Σταμέλος Δημήτρης, «Ουράνης Κώστας», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη - Πάτση, χ.χ.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Ο Μίνoς Δούνιας (1900-1962), με καταγωγή το Λεωνίδιο και γεννημένος από εύπορη οικογένεια εμπόρων στη Ρουμανία, αποφοίτησε από τη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης και έκανε μουσικές σπουδές στη Γερμανία με καθηγητές τους πιο εξέχοντες μουσικολόγους της εποχής. Φοίτησε στην Ανώτατη Κρατική Σχολή του Βερολίνου και στη συνέχεια στη σχολή Αρχαιολογίας, Φιλοσοφίας και Μουσικολογίας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, με ειδίκευση στον κλάδο των θεωρητικών της μουσικής. Η διδακτορική του διατριβή για τα κονσέρτα βιολιού του Ταρτίνι τον κατέταξε αμέσως στους ανερχόμενους μουσικολόγους στην Ευρώπη. Η άνοδος του Ναζισμού τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη Γερμανία και ένα λαμπρό μέλλον. Στην Ελλάδα από το 1936 ανέπτυξε μεγάλη μουσική δραστηριότητα επιχειρώντας με επιτυχία να δημιουργήσει μια υψηλού επιπέδου μουσική ζωή. Ο "Μουσικός Κύκλος" που ίδρυσε γνώρισε στην Αθήνα έργα που ως τότε δεν είχαν αποτολμηθεί. Ως μουσικοκριτικός στα "Νεοελληνικά Γράμματα" (1936-1940) επεξέτεινε το θεωρητικό μέρος της συμβολής του, όπως και στην εφ. "Η Καθημερινή" (1948-1962), στην οποία τα κείμενά του ανέτρεψαν την ως τότε καχεκτική κριτική και διεύρυναν τα όρια της γνώσης και της αισθητικής της μουσικής. Υπήρξε συνεργάτης της Μεγάλης Γερμανικής Εγκυκλοπαίδειας "Η μουσική στην ιστορία και το παρόν" με λήμματα για τη σοβαρή ελληνική μουσική και τους εξέχοντες συνθέτες της και για την παραδοσιακή δημοτική. Ως καθηγητής της μουσικής στο Κολλέγιο Αθηνών και το Κολλέγιο Θηλέων συνδύασε το εκπαιδευτικό έργο του με τη δημιουργία φυτώριων φίλων της μουσικής μεταξύ των πολυπληθών μαθητών και μαθητριών του. Εξέδωσε τρεις συλλογές τραγουδιών ("Παιδικά τραγούδια", "Τα πρώτα τραγούδια" και τη "Συλλογή τραγουδιών για σχολική χρήση"). Μια επιλογή των κριτικών του επιμελήθηκε ο Γ. Ν. Πολίτης (1963). Το ημερολόγιό του της Κατοχής, με τίτλο "Έπειτα από 120 χρόνια ελεύθερης ζωής είμεθα πάλι σκλάβοι", κυκλοφόρησε το 1987 με επιμέλεια του Κυριάκου Ντελόπουλου.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα