`Υπάρχουν γονείς που δεν θέλουν να προσφέρουν ποτέ παιχνίδια. Πρόκειται για άτομα σοβαρά, υπερβολικά σοβαρά, που δεν έχουν μελετήσει τη φύση, και που γενικά κάνουν δυστυχισμένους όλους όσοι τους περιβάλλουν. Δεν ξέρω γιατί φαντάζομαι ότι βρομάνε προτεσταντισμό. Δεν γνωρίζουν ούτε επιτρέπουν την ύπαρξη ποιητικών τρόπων για να περνάει κανείς τον καιρό του. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που θά `διναν ευχαρίστως ένα κατοστάρικο σ` έναν φτωχό προκειμένου να μπουκωθεί με ψωμί, θα του αρνιόντουσαν όμως σίγουρα δυο δεκάρες για να τις ξοδέψει διασκεδάζοντας σε κάποιο καπηλειό. Όταν σκέφτομαι μια ορισμένη τάξη υπερ-λογικών και αντι-ποιητικών ανθρώπων από τους οποίους έχω τόσο υποφέρει, νιώθω πάντοτε ένα μίσος να τσιμπάει και να ερεθίζει τα νεύρα μου.` (ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ)
`Μεγάλη θαρρετή ψυχή που φωλιάζεις μέσα στο ξύλινο αλογάκι, εσύ που λικνίζεις πάνω σε κύματα φανταστικά την καρδιά του μικρού αγοριού, που αναστατώνεις τον αέρα του παιδικού δωματίου, και τον κάνεις να μοιάζει σαν να πνέει πάνω από τα πλέον ένδοξα πεδία μάχης της γης, περήφανη, αξιόπιστη, σχεδόν αόρατη ψυχή. Πώς τράνταξες τους τοίχους, τα παραθυρόφυλλα και τους καθημερινούς ορίζοντες, σαν ν` απειλούσαν ήδη οι θύελλες του μέλλοντος εκείνες τις εντελώς προσωρινές συμβάσεις, οι οποίες έμοιαζαν τόσο αξεπέραστες μέσα στη στασιμότητα των μακρόσυρτων απογευμάτων. Αχ πώς, εσύ ψυχή μέσα στο ξύλινο αλογάκι, άρπαζες κάποιον και τον μετέφερες πέρα εκεί στη σφαίρα του ακάθεκτου ηρωικού, όπου κανείς βουλιάζει φλογερά και ένδοξα με το πιο τρομερό ανακάτεμα στα μαλλιά του.` (ΡΙΛΚΕ)
Το `Κούκλες και παιχνίδια` είναι μια παιγνιώδης αλλά και σοβαρή ανθολογία δοκιμίων μεγάλων ποιητών, συγγραφέων και δοκιμιογράφων σχετικών με το θέμα. Πλούταρχος, Κλάιστ, Μπωντλαίρ, Τσέστερτον, Ρίλκε, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Ουμπέρτο Έκο: κείμενα φιλοσοφικά, ποιητικά, παιγνιώδη και αντικομφορμιστικά.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]
O Charles Baudelaire γεννήθηκε στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1821. Σε ηλικία έξι χρονών πεθαίνει ο πατέρας του και η μητέρα του ξαναπαντρεύεται τον Jacques Aupick κι αυτό χαλάει την ήρεμη ζωή του. Η οικογένεια μετακομίζει στη Λυών το 1832 και επιστρέφει στο Παρίσι το 1836. Ο Κάρολος παραμένει εσωτερικός στη Λυών στο κολέγιο Louis-le-Grand, από όπου αποβάλλεται για απειθαρχία, αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να αποφοιτήσει το 1839. Mόνο η λογοτεχνική εργασία τον ενδιαφέρει. Ο ακράτητος δανδισμός του ανησυχεί την οικογένεια του, που τον στέλνει κοντά σε έμπιστό της καπετάνιο να κάνει τον γύρο του κόσμου, μήπως και συνετισθεί. Μετά τα νησιά Maurice, και Βourbon, διασχίζει τις Ινδίες. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, το 1842, συνδέεται με τη Jeanne Duval. Συναντά τους Balzac, Nerval, Theophille Gautier, Theodore de Bauville. Δεν καταφέρνει να εκδώσει τα πρώτα του άρθρα και δημιουργεί τέτοια χρέη, που τον οδηγούν σε καταδίκη το 1844 (σε ηλικία 24 χρόνων) -κάτι που δεν συγχωρεί στη μητέρα του, παρά μόνο μετά το θάνατο του στρατηγού Jacques Aupick το 1857. Δημοσιεύει τα πρώτα του έργα στο "Salon de 1845", "Salon de 1846", - La Fanfarlo- 1847, συνεργάζεται με τα περιοδικά "Τintamarre", "Corsaire-Satan", "Messager", "Monde literaire", "Artiste", με ποιήματα και ποικίλα δοκίμια. Από το 1851 αρχίζει να μεταφράζει Edgar Poe. Το 1857 εκδίδει τα "Άνθη του κακού" όπου έξι από αυτά στηλιτεύονται από τη δικαιοσύνη. Η υγεία του είναι εύθραυστη αλλά η λογοτεχνική του δραστηριότητα μεγάλη. Κατά τη διαμονή του στο Βέλγιο επιδεινώνεται η υγεία του, μαζί με τις ατυχίες του. Στην επιστροφή μαζί με τη μητέρα του στο Παρίσι, πεθαίνει τον Αύγουστο του 1867 σε ηλικία 46 ετών.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Ιστορικός, βιογράφος και φιλόσοφος (50 μ.Χ. - 127 μ.Χ.). Γεννήθηκε στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας από οικογένεια εύπορη και αριστοκρατική. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ακαδημία της Αθήνας και ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη, όπου έμεινε πολύ καιρό, και σχετίστηκε με την αυλή του Τραϊανού, για να γίνει αργότερα δάσκαλος του αυτοκράτορα Αδριανού. Στη Ρώμη του δόθηκε η ευκαιρία να συμβουλευτεί τα αρχεία της πόλης, τα οποία χρησιμοποίησε ως πηγή για τη συγγραφή των "Παράλληλων βίων" του. Ο Τραϊανός του έδωσε πολιτικό αξίωμα στην Ιλλυρία. Αλλά και οι συμπατριώτες του τον τίμησαν με διάφορα αξιώματα, όπως του άρχοντα και του ιερέα του Πύθιου Απόλλωνα, ενώ για μεγάλο διάστημα υπήρξε επιμελητής των Πυθικών αγώνων. Ο Πλούταρχος είχε τέσσερις γιους, από τους οποίους ο ένας, ο Πλούταρχος ο νεότερος, δημοσίευσε τα ανέκδοτα του πατέρα του. Ως άνθρωπος ήταν ήρεμος, ευγενής, λιτός και φιλάνθρωπος. Από τα έργα του σώθηκαν 50 "Βίοι" και τα "Ηθικά", δηλ. 83 πραγματείες με ποικίλο περιεχόμενο, από τις οποίες μερικές θεωρούνται νόθες. Τέτοιος είναι ο πλούτος των γνώσεων στα συγγράμματά του, ώστε από αυτά μαθαίνουμε για την αρχαιότητα περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα. Ο Πλούταρχος κατατάσσεται στους ιστορικούς για τους "Παράλληλους Βίους" του, οι οποίοι είναι 23 ζεύγη, στο καθένα από τα οποία βιογραφεί δύο επιφανείς άνδρες, έναν Έλληνα και ένα Ρωμαίο, τους οποίους στο τέλος παραλληλίζει και συγκρίνει, γι΄ αυτό και οι βίοι ονομάζονται παράλληλοι. Έτσι συγκρίνει μεταξύ τους το Δημοσθένη με τον Κικέρωνα, τον Αλέξανδρο με τον Καίσαρα, το Θεμιστοκλή με τον Κάμιλο, τον Αριστείδη με τον Κάτωνα κ.λπ. Την ιστορική του ύλη ο συγγραφέας την αντλεί από ελληνικές και ρωμαϊκές πηγές, οι περισσότερες από τις οποίες χάθηκαν. Γι΄ αυτό τα συγγράμματα του Πλούταρχου έγιναν πολύτιμα. Σ΄ όλους τους αιώνες και σε πολλούς λαούς οι "Παράλληλοι Βίοι" βρήκαν άπειρους αναγνώστες και θαυμαστές, γιατί ο συγγραφέας όχι μόνο ενθουσιάζει, αλλά και παρορμά τον αναγνώστη να μοιάσει με τους μεγάλους άνδρες που βιογραφεί.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Ο Heinrich von Kleist (Χάινριχ φον Κλάιστ) γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1777 στη μικρή πόλη της Φρανκφούρτης-πάνω-στον-Όντερ. Οι γονείς του πέθαναν όταν ο Κλάιστ ήταν ακόμη μικρός και μια θεία του ανέλαβε την ανατροφή του. Το 1788 ο Κλάιστ στάλθηκε σε οικοτροφείο και σε ηλικία 14 ετών κατατάχτηκε στη Φρουρά του Πότσνταμ. Έμεινε στο στρατό μέχρι το 1799. Το 1801 ο Κλάιστ πήγε στο νησί Ντελοζέα στην ελβετική λίμνη Τουν. Εκεί γνώρισε μια σύντομη περίοδο ευτυχίας, αρκετή για να ολοκληρώσει το πρώτο του θεατρικό έργο, "Οικογένεια Γκόνορετς", που στη συνέχεια το έβαλε να διαδραματίζεται στη Γερμανία και του έδωσε τον τίτλο "Οικογένεια Στρόφενσταϊν" (1803). Με τη συγγραφή θεατρικών έργων ασχολήθηκε από το 1803 μέχρι το 1811: "Η οικογένεια Στρόφενσταϊν", 1803, "Η σπασμένη στάμνα", 1806, "Αμφιτρύων", 1807, "Πενθεσίλεια", 1807, "Το Κατερινάκι του Χάιλμπρον", 1807, "Η μάχη του Χέρμαν", 1808, και "Πρίγκιπας Φρειδερίκος του Χόμπουργκ", 1811. Έγραψε διηγήματα και νουβέλες από το 1806 έως το 1811: "Ο σεισμός στη Χιλή", 1807, "Η Μαρκησία του Ο...", 1808, "Μίχαελ Κολχάας", "Η ζητιάνα του Λοκάρνο", 1810, "Ο έκθετος", "Αρραβωνιάσματα στον Άγιο Δομήνικο", "Η Αγία Καικιλία ή η δύναμη της μουσικής" και "Η μονομαχία", 1811. Το 1807 ο Κλάιστ ξεκίνησε ένα μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό, τον "Φοίβο". Ήταν το όχημα για τη δημοσίευση αποσπασμάτων των έργων του, αλλά μια σειρά από αντιξοότητες ακολούθησε την περίοδο της καλοτυχίας. Παρόλο που ο Γκαίτε συμφώνησε ν΄ ανεβάσει τη "Σπασμένη στάμνα", απέρριψε την "Πενθεσίλεια". Επιπλέον η "Σπασμένη στάμνα" απέτυχε στη σκηνή της Βαϊμάρης, οι σχέσεις μεταξύ Γκαίτε και Κλάιστ έγιναν τεταμένες και ο "Φοίβος" έκλεισε τον Δεκέμβριο του 1808. Την περίοδο κατάθλιψης ακολούθησε ένας ανανεωμένος ενθουσιασμός. Το 1810 εξέδωσε την πρώτη ημερήσια πρωσική εφημερίδα "Berliner Abendblatter", η οποία όμως έκλεισε τον Μάρτιο του 1811. Στην "Berliner Abendblatter" δημοσιεύθηκαν μερικά από τα διηγήματά του όπως το "Η Αγία Καικιλία ή η δύναμη της μουσικής" και σημαντικά δοκίμια, με κυριότερο το "Σχετικά με το θέατρο των μαριονετών", 1810. Το κλείσιμο της εφημερίδας του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Στράφηκε πάλι στο θέατρο, αλλά κανείς δεν ήταν πρόθυμος ν΄ ανεβάσει έργο του. Τότε έτυχε να συναντήσει τη Χενριέτε Φόγκελ, μια παντρεμένη γυναίκα που έπασχε από ανίατο καρκίνο. Προδίδοντας τη σύζυγό του, Μαρί φον Κλάιστ, που αρνήθηκε μια συμφωνία αυτοκτονίας, ο Κλάιστ στράφηκε στη Φόγκελ που με ενθουσιασμό ασπάστηκε την ιδέα ενός διπλού θανάτου. Ετοίμασαν επιμελώς τις τελικές λεπτομέρειες. Ο Κλάιστ έκαψε τα υπολείμματα των έργων του (μαζί και την αυτοβιογραφική νουβέλα του "Η ιστορία της ψυχής μου", που λέγεται ότι είχε καταπλήξει τους ελάχιστους που τη διάβασαν). Στις 21 Νοεμβρίου του 1811, βγήκαν στην εξοχή και ήπιαν τσάι· εκεί ο Κλάιστ πρώτα πυροβόλησε τη Φόγκελ κι έπειτα τον εαυτό του.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα