Α4. (από το ημερολόγιο του Α.Χ)
2 Δεκεμβρίου 2-21, πρωί.
Ξύπνησα αργά. Καθώς άνοιξα τα παράθυρα, δύο τριαντάφυλλα πέταξαν απ’ το απέναντι μπαλκόνι. Το ένα προσγειώθηκε στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας. Ο καιρός έχει ολότελα τρελαθεί. Τριαντάφυλλα το Δεκέμβρη!
2 Δεκεμβρίου 2-21, μεσημέρι.
Βγήκα να περπατήσω. Ο αέρας μύριζε πληγές. Στη ρίζα του κομμένου δέντρου, στη γωνία του δρόμου, ένα με τη λάσπη, ένα χαρτί απόλυσης. Βρίσκει κανείς τόσο πολλά στις μέρες μας.
*
Γ4.
Έβαλε το κίτρινο σκουφί του και βγήκε μέσα στη βομβαρδισμένη πόλη. Η ομίχλη τον κατάπιε. Σε μια γωνία ένα τηλεοπτικό συνεργείο έκανε το καθιερωμένο πρωινό ρεπορτάζ, συνομιλώντας με δυο-τρεις τραυματίες. «Η δημοσιότητα γεννά ήρωες», σκέφτηκε. «Ή μάλλον, θύματα».
*
Ν2.
Η μάνα σου σε θήλασε το μέλι
κι ήσουνα πάντα της μοίρας οδηγός.
Γλιστράς απ’ τον εχθρό γοργά σαν χέλι
κι έτσι δεν έγινες ποτέ ο αρχηγός.
Κι ήσουνα πάντα της μοίρας οδηγός,
άρπαγας και φονιάς, τυφλός στον πόθο.
Κι έτσι δεν έγινες ποτέ ο αρχηγός
και νιώθεις όπως το παιδί το νόθο.
Άρπαγας και φονιάς, τυφλός στον πόθο,
όλα τα έσβησες και δε σε μέλει.
Κι ένιωθες όπως το παιδί το νόθο.
Η μάνα σου σε θήλασε το μέλι.
*
Π1β.
Σε μια στροφή του δρόμου, αντικρίσαμε, το άλλο πρωί, έναν νέο άντρα να περπατά με τα χέρια στις τσέπες μέσα στο ψιλόβροχο. Καθώς στεκόμασταν κάτω από ένα υπόστεγο, μια ψιλή αιμάτινη βροχή έπεφτε μισό μέτρο μπροστά μας. Σε ένα μπαλκόνι, δύο ορόφους ψηλότερα, δύο πτώματα είχαν γείρει έξω απ’ τα κάγκελα. Τα μεταφέραμε στο δρόμο. Μέχρι να φέρουμε το αυτοκίνητο της αποστολής, πέντε έξι επαίτες είχαν μαζευτεί γύρω τους και έριχναν από πάνω τους πορτοκαλόφλουδες. «Να μην ταξιδέψουν με τη μυρωδιά του καπνού», είπε ένας τους. Ο νέος άντρας που είχαμε δει πριν από λίγο στεκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Είχε βγάλει ένα φύλλο χαρτί και κάτι σημείωνε.
(Από τις «Εντυπώσεις του πολέμου» του...)