Στις 11 Απριλίου 2012 βρήκε το φως της δημοσιότητας ο ν. 4072/2012. Με το Δεύτερο Μέρος του νόμου αυτού εισάγεται νέος εταιρικός τύπος υπό το όνομα Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία (ΙΚΕ). Πρόθεση του νομοθέτη ήταν να εκσυγχρονίσει το νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπονταν μέχρι τότε για την εταιρική άσκηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το δίκαιο της επε, εταιρίας που προορίζονταν για την άσκηση τέτοιων επιχειρήσεων δεν παρακολούθησε τις εξελίξεις, ώστε να καταστεί ευέλικτο και απλό.
Η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία επιχειρεί να δώσει λύσεις μακριά από τις αγκυλώσεις της επε. Μεταξύ άλλων, ο νέος νόμος θέλησε να διευκολύνει την είσοδο στο νέο εταιρικό τύπο και ενδιαφερομένων που δεν διαθέτουν κεφάλαια, που διαθέτουν, όμως, επιχειρηματική εμπειρία ή φερεγγυότητα στην αγορά. Έπειτα, ο νέος νόμος δίνει τη δυνατότητα στους εταίρους να διαμορφώνουν το καταστατικό της εταιρίας και να το προσαρμόζουν στις δικές τους ανάγκες. Έτσι, έχουν τη δυνατότητα να καθιστούν την εταιρία άλλοτε περισσότερο κεφαλαιουχική και άλλοτε περισσότερο προσωπική και εύκαμπτη. Η μείωση των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων δίνει τη δυνατότητα στους εταίρους να δημιουργήσουν ένα "δικό" τους σχήμα, εύπλαστο και λειτουργικό, ώστε να ικανοποιεί τις ιδιαίτερες επιχειρηματικές τους κάθε φορά επιδιώξεις.
Από την πρώτη έκδοση του ανά χείρας έργου ασφαλώς δεν έχουμε δικαστικές αποφάσεις γύρω από την ερμηνεία του νέου νόμου. Βρήκαν, όμως, το φως της δημοσιότητας οι πρώτες αξιόλογες θεωρητικές προσεγγίσεις. Η ανάγκη να αξιοποιηθούν οι προσεγγίσεις αυτές αλλά και γενικότερα η ανάγκη να βελτιωθούν επιμέρους δικές μας θέσεις οδήγησαν στην σημερινή δεύτερη έκδοση. Είναι προφανές ότι η ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία, καθώς τώρα εισέρχεται στις συναλλαγές και καθώς αποτελεί μόρφωμα εν πολλοίς άγνωστο και διεθνώς, έχει ανάγκη να αναπτυχθεί από την αρχή σε ένα νομοθετικό περιβάλλον χωρίς ερμηνευτικές αμφισβητήσεις και διχογνωμίες. Έχει ανάγκη να αναπτυχθεί σε περιβάλλον που εμπνέει στους συναλλασσομένους ασφάλεια συναλλαγών και δικαίου. Προς την κατεύθυνση αυτή η προσπάθεια των θεωρητικών του δικαίου θα είναι και πρέπει να είναι αδιάκοπη.