Η ικανότητά μας να αναλαμβάνουμε δράση για κάποια από τα μεγαλύτερα προβλήματα του καιρού μας, όπως οι πανδημίες, η κλιματική αλλαγή, η βιοτεχνολογία ή τα πυρηνικά όπλα, προϋποθέτει να βασιζόμαστε στη γνώση που μας παρέχουν οι επιστήμονες και άλλοι ειδήμονες. Τίθενται ωστόσο κρίσιμα ερωτήματα: Σε ποιο βαθμό η διαθέσιμη επιστημονική γνώση είναι δυνατόν να επηρεάζει τις διαδικασίες με τις οποίες λαμβάνονται πολιτικές αποφάσεις για τη χρήση της; Είναι άραγε ορθό να αναμένουμε από τους πολίτες να εγκύπτουν στις εξειδικευμένες λεπτομέρειες της επιστήμης; Πώς τα ζητήματα που αφορούν τη χρήση της επιστήμης σε μια δημοκρατική κοινωνία επηρεάζονται από ευρύτερες αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση, τον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή της επιστημονικής έρευνας; Πώς επικοινωνείται η επιστήμη; Ποιος λογοδοτεί και σε ποιον; Εντέλει, πώς διαμορφώνεται το ισοζύγιο μεταξύ της δημοκρατικής και της επιστημονικής αυθεντίας σε αποφάσεις που εξαρτώνται και από τις δύο;
Αυτά είναι ορισμένα από τα κρίσιμα και άκρως επίκαιρα ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να απαντήσει το βιβλίο της Zeynep Pamuk. Οι απαντήσεις, με τη σειρά τους, μας βοηθούν να εντοπίσουμε τις διαρθρωτικές εντάσεις στη σχέση επιστήμης και πολιτικής, και να τις διακρίνουμε από ενδεχόμενα περιστασιακά προβλήματα που οφείλονται στην ηθική ανεπάρκεια ή στην ανικανότητα ατόμων που κατέχουν περίοπτες πολιτικές ή επιστημονικές θέσεις σε δεδομένη χρονική στιγμή.
Με μια στέρεη φιλοσοφική προσέγγιση και με συναρπαστικά παραδείγματα, το βιβλίο οδηγεί εντέλει τη συζήτηση πέρα από τη διχοτομία ανάμεσα στην αυθεντία της επιστήμης και στην ισχύ της πολιτικής εξουσίας, προτείνοντας συγκεκριμένες θεσμικές λύσεις, όπως τη δημιουργία ενός «δικαστηρίου της επιστήμης», που θα είναι σε θέση να ρυθμίζουν ορθολογικά τη λειτουργία και τη χρήση της επιστήμης στο πλαίσιο της δημοκρατικής κοινωνίας.
Νεκτάριος Καλαϊτζής (Μεταφραστής)