Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Αποστέλλεται την ίδια ή την επόμενη εργάσιμη
ISBN:
9789607058270
Κατηγορίες:
Έτος κυκλοφορίας
Εκδότης
O M. Kαραγάτσης (πραγματικό όνομα Δημήτρης Pοδόπουλος) γεννήθηκε το 1908 στην Aθήνα. Tο αινιγματικό αρχικό M. λέγεται πώς προέρχεται από το όνομα Mίτια, έκφραση της αγάπης του για τον Nτοστογιέφσκι και ιδίως για τους Aδελφούς Kαραμαζώφ, ενώ το Kαραγάτσης οφείλεται στο καραγάτσι κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης. Tο 1924 τελειώνει το Γυμνάσιο και πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει νομικά τα οποία, από τον επόμενο χρόνο, θα τα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. Tο 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της "Nέας Eστίας" με το διήγημα "Kυρία Nίτσα", το οποίο θα αποσπάσει τον Aʼ έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού ("Oι θεότητες του Kοτύλου", εκδ. Bιβλιοπωλείον της Eστίας). Mε το διήγημα αυτό ξεκινάει ο Kαραγάτσης τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη "Nέα Eστία", δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις. Πεθαίνει στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, σε ηλικία 52 χρόνων, αφήνοντας ανολοκλήρωτο "Tο 10", το μυθιστόρημα που έγραφε εκείνο τον καιρό. H τελευταία φράση που πρόλαβε να γράψει, η τελευταία φράση της ζωής του, ήταν "Aς γελάσω".
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895, ο Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα. Νέος ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου γνώρισε και σπούδασε τη "δυτική" λεγόμενη ζωγραφική, αλλά τελικά αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, που γνώρισε σε βάθος όταν επισκέφθηκε το 1923 το Άγιον Όρος. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στη συνοικία Κυπριάδη, σε ένα σπίτι που διατηρείται σήμερα ως μνημείο από την κόρη του και το γαμπρό του. Φιλοτέχνησε πολλούς φορητούς πίνακες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, που σήμερα θεωρούνται μνημεία βυζαντινής αγιογράφησης, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά. Για το σύνολο της προσφοράς του βραβεύτηκε από το κράτος και την Ακαδημία Αθηνών. Πέθανε το 1965 στην Αθήνα.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) ποιητής και πεζογράφος γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Όταν τελείωσε το δημοτικό, δούλεψε αρχικά στην Πόλη για τρία χρόνια περίπου σ΄ ένα ραφτάδικο. Το 1867, με τη βοήθεια του Κύπριου εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη πήγε στην Κύπρο για να γίνει κληρικός και φοίτησε στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας. Το 1872 συνόδεψε τον επίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο στο Φανάρι για εκκλησιαστικούς λόγους και γράφτηκε ως ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Με τη βοήθεια του Φαναριώτη ποιητή Ηλία Τανταλίδη το 1873 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιητικά. Η συλλογή αυτή συνέβαλε στη γνωριμία του με τον πάμπλουτο Έλληνα Γεώργιο Ζαρίφη που του παρείχε τα οικονομικά μέσα για να ταξιδέψει στην Αθήνα και να γραφτεί στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Τον ίδιο χρόνο ο ποιητής κέρδισε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το πρώτο βραβείο με το ποίημα Κόδρος. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών αλλά προτίμησε να συνεχίσει τις σπουδές του στη φιλοσοφία στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας. Εξακολούθησε να γράφει ποιήματα και πήρε το πρώτο βραβείο στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με την ποιητική συλλογή "Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις" την οποία μετονόμασε σε "Βοσπορίδες Αύραι". Από το Μάιο του 1877 μέχρι τον Αύγουστο του 1878 συνέχισε τις φιλολογικές σπουδές του στη Λιψία, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ιστορία της φιλοσοφίας, την αισθητική και την ψυχολογία. Το 1880 άρχισε να γράφει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα "Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική". Το 1883 πήγε στο Λονδίνο όπου άρχισε να γράφει τα διηγήματά του με πρώτο "Το αμάρτημα της μητρός μου". Τα υπόλοιπα είναι: "Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως" (1883), "Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου" (1883), "Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας" (1884), "Πρωτομαγιά" (1884), "Το μόνον της ζωής του ταξείδιον" (1884), "Διατί η μηλιά δεν έγεινε μηλέα" (1885) και "Ο Μοσκώβ Σελήμ". Στο Λονδίνο έγραψε και την επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο: "Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω" και εξέδωσε και τη νέα ποιητική συλλογή του "Ατθίδες Αύραι". Το 1884 λόγω του θανάτου του Γ. Ζαρίφη επέστρεψε στην Αθήνα και διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο. Το 1885 ανακηρύχτηκε παμψηφεί υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή αλλά λόγω ανταγωνισμών δεν πέτυχε η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Οι φιλολογικοί κύκλοι τον περιφρονούσαν και ξαφνικά χωρίς λόγο απολύθηκε από καθηγητής και για να ζήσει, εργάστηκε ως καθηγητής της Δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών και έγραψε παράλληλα για τον Μπαρτ και τον Χιρστ στο "Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν". Το 1890 άρχισαν τα συμπτώματα μιας ασθένειας των νεύρων και μετέβη για λουτρά στις κεντρικές Άλπεις της Αυστρίας, όμως η κατάστασή του δεν βελτιώθηκε. Επιστρέφοντας στην Αθήνα γράφει διαρκώς: μια μελέτη για την Ιστορία της Φιλοσοφίας του Zeller και μεταφράσεις γνωστών ευρωπαϊκών μπαλλαντών (βαλλίσματα). Ο συγγραφέας σε ηλικία 40 ετών ερωτεύθηκε σφοδρά ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, το οποίο ζήτησε σε γάμο αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε από τη μητέρα της. Ακολούθησαν θλιβερά επεισόδια που κατέληξαν στον εγκλεισμό του Βιζυηνού στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, όπου και πέθανε τον Απρίλιο του 1896.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Στρατής Δούκας (1895-1983). Ο Στρατής Δούκας γεννήθηκε στα Μοσχονήσια του Αδραμυτινού Κόλπου της Μικράς Ασίας, γιος του Κωσταντή Δούκα και της Αιμιλίας το γένος Χατζηαποστολή. Είχε ένα μεγαλύτερο αδερφό τον Αλέκο. Τέλειωσε το σχολαρχείο στη γενέτειρά του και το γυμνάσιο στο Αϊβαλί. Το 1912 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγκατοίκησε με το Φώτη Κόντογλου, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά από τα γυμνασιακά χρόνια. Διέκοψε τις σπουδές του μετά το ξέσπασμα του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και επισκέφτηκε τη Λέσβο και το Άγιο Όρος. Το 1913 οργάνωσε λαογραφικές μελέτες στη Μυτιλήνη από κοινού με τον Αντώνη Πρωτοπάτση και τρία χρόνια αργότερα κατατάχτηκε εθελοντικά στην Εθνική Άμυνα. Πολέμησε στη Μακεδονία και τη Μικρασία και τραυματίστηκε. Αποστρατεύτηκε το 1923 και στράφηκε στην προσπάθεια διάδοσης της μικρασιατικής λαϊκής τέχνης και βιοτεχνίας (αγγειοπλαστική και ταπητουργία) στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οργάνωσε εκθέσεις ζωγραφικής με έργα των Φώτη Κόντογλου και Σπύρου Παπαλουκά. Με τους δυο τελευταίους υπήρξε επίσης συνιδρυτής του Συλλόγου Μουσικών Τεχνών της Μυτιλήνης (μαζί με τον Στρατή Μυριβήλη) και της Εταιρείας Διακοσμητικής Τέχνης της Αθήνας. Υπήρξε επίσης βασικό στέλεχος των περιοδικών Φιλική Εταιτρεία και Φραγγέλιο και καλλιτεχνικός διευθυντής της Εταιρείας Αγγειοπλαστικής της Κιουτάχειας. Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες "Μακεδονία" και "Εφημερίς των Βαλκανίων" (Θεσσαλονίκη) και "Ελεύθερος Λόγος" (Μυτιλήνη). Μετά από μια σοβαρή ασθένεια το 1927 και ανάρρωσή του στη Θεσσαλονίκη, άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και περιόδευσε δύο φορές ανά τη μακεδονική επαρχία, εμπειρία που του έδωσε υλικό για δημοσιογραφική έρευνα που δημοσίευσε στην εφημερίδα "Πρωία" (Ορεινή Ελλάδα), για κάποια εικαστικά έργα του, καθώς επίσης για το αφήγημα "Η ιστορία ενός αιχμαλώτου". Από το 1929 άρχισε να συνεργάζεται με τις αθηναϊκές εφημερίδες "Πρωία", "Πολιτεία" και "Νέος Κόσμος" ως δημοσιογράφος και παράλληλα δημοσίευσε λυρικά κείμενα στο περιοδικό "Κύκλος". Το 1931 ξεκίνησε η ενασχόλησή του με το έργο του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και γνωρίστηκε με το Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Το 1934 πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Συνεργάστηκε επίσης στην ίδρυση και την κυκλοφορία του περιοδικού "Το τρίτο μάτι" μαζί με τους Πικιώνη, Παπαλουκά, Χατζηκυριάκο-Γκίκα και Καραντινό 1935-1937) και το περιοδικό "Νεολαία" (1939-1940). Από το 1937 ως το 1939 εργάστηκε ως γραμματέας της τουριστικής επιτροπής Θεσσαλονίκης και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρέτησε ως αξιωματικός. Το 1942 επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τη Δήμητρα Δούκα που ασχολήθηκε επίσης με τη λογοτεχνία. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΑΜ και εντάχτηκε στο ΚΚΕ. Κακοποιήθηκε από τους γερμανούς κατακτητές για τη δράση του. Μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε στα ιατρεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Ελεύθερα Γράμματα" (1949-1950 διευθυντής), "Ο αιώνας μας", "Ποιητική Τέχνη" και "Ζυγός". Υπήρξε σύμβουλος (1949-1953) και γενικός γραμματέας (1953-1960) της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Το 1962 έφυγε για να υποβληθεί σε εγχείρηση προστάτη στη Μόσχα. Η εγχείρηση δεν έγινε τελικά και ο Δούκας πέρασε την υπόλοιπη ζωή του κατάκοιτος στο σπίτι του στην Αθήνα. Συνεργάστηκε τότε με το περιοδικό "Διαγώνιος" της Θεσσαλονίκης και ολοκλήρωσε τα λογοτεχνικά του έργα "Οδοιπόρος" και "Ενώτια", καθώς και τα κείμενά του για τον Χαλεπά. Διώχθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλου και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε γηροκομεία. Τη χρονιά του θανάτου του πρόλαβε να αναγορευτεί επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, επίτιμο μέλος του Pen - Club και επίτιμος δημότης Ζωγράφου. Ο Δήμος Ζωγράφου δημιούργησε ένα μικρό μουσείο με χειρόγραφα και σχέδια του Στρατή Δούκα στο πνευματικό του κέντρο. Το συγγραφικό έργο του Στρατή Δούκα τοποθετείται χρονικά στην ελληνική πεζογραφία του μεσοπολέμου και εκτείνεται χρονικά ως τη μεταπολεμική πεζογραφία μας. Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η παράλληλη στήριξή του τόσο στην παράδοση, όσο και στα ανανεωτικά ρεύματα του καιρού του, η αξιοποίηση
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Ο Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923) (ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη) γεννήθηκε στο Μόλυβο της Λέσβου, γιος του δασκάλου Κωνσταντίνου Μιχαηλίδη. Στη γενέτειρά του πέρασε τα παιδικά και μαθητικά χρόνια του και πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο ιδιωτικό σχολείο του πατέρα του. Το 1866 πέθανε ο πατέρας του και ο δεκαεφτάχρονος τότε Αργύρης ανέλαβε να συνεχίσει τη διδασκαλία των συμμαθητών του ως το τέλος της χρονιάς. Το 1866 ξενιτεύτηκε λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η οικογένειά του. Εργάστηκε αρχικά στην Πόλη, κοντά στον τραπεζίτη αδερφό της μητέρας του και κατόπιν στο Μάντσεστερ της Αγγλίας, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Αλέξανδρο Πάλλη και τον Δ.Π.Πετροκόκκινο και εντάχτηκε στον πυρήνα του δημοτικιστικού κινήματος. παράλληλα υπήρξε ενεργό μέλος του ελληνικού φιλολογικού συλλόγου Λόγιος Ερμής του Μάντσεστερ, πραγματοποίησε ομιλίες, μελέτησε τους αρχαίους έλληνες κλασικούς, καθώς επίσης άγγλους και γάλλους λογοτέχνες και μπήκε σε λόγιους και λογοτεχνικούς κύκλους. Η εμπορική του σταδιοδρομία στην Αγγλία υπήρξε επιτυχημένη και σύντομα άνοιξε κατάστημα με τη δική του επωνυμία. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 1870-1880 προσλήφθηκε στον εμπορικό οίκο των αδελφών Ράλλη και εγκαταστάθηκε στο Λίβερπουλ. Εκεί παντρεύτηκε την Ελισσάβετ Γκράχαμ. Στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας ταξίδεψε σε διάφορες πόλεις της Αγγλίας και στη Βομβάη των Ινδιών με έξι ενδιάμεσες επισκέψεις στην Ελλάδα ως το τέλος της ζωής του. Το 1891 επισκέφτηκε το Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Ψυχάρη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του κλονίστηκε η ψυχική υγεία του και αποσύρθηκε στο Cab d΄ Antibes της Γαλλίας, όπου πέθανε σε ηλικία 74 χρόνων. Η είσοδος του Εφταλιώτη στο χώρο της λογοτεχνίας τοποθετείται χρονικά γύρω στο 1869 με μεταφράσεις ποιημάτων και συγγραφή πρωτοτύπων ποιητικών έργων σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως η Ελληνική Βιβλιοθήκη. Ακολούθησαν μεταφράσεις έργων των Μπάιρον και Μακώλεϋ. Το 1889 με προτροπή του Αλέξανδρου Πάλλη που στάθηκε στενός φίλος και πνευματικός οδηγός του πήρε μέρος στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με τη συλλογή του Τραγούδια ξενιτευμένου, που τιμήθηκε με έπαινο. Τον επόμενο χρόνο πήρε ξανά μέρος στον ίδιο διαγωνισμό με τις συλλογές Ο καθρέφτης του πύργου μου και Αγάπης λόγια, δε βραβεύτηκε ωστόσο, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση μεταξύ άλλων και του Παλαμά, ο οποίος επαίνεσε το έργο του Εφταλιώτη, απέδωσε την αδικία κατά του ποιητή στο ότι η γλώσσα του ήταν δημοτική και εναντιώθηκε στον τότε εισηγητή της κριτικής επιτροπής του Φιλαδέλφειου Άγγελο Βλάχο. Ο Εφταλιώτης συνέχισε να γράφει ποιήματα, όχι όμως συστηματικά. Από το 1891 στράφηκε συστηματικά προς την πεζογραφία, καλλιεργώντας τη δημοτική γλώσσα και εμμένοντας θεματικά στον πόνο της ξενιτιάς και τη λαχτάρα των ξενιτεμένων για την πατρίδα. Το πιο χαρακτηρηστικό πεζογράφημά του είναι οι Νησιώτικες ιστορίες, που εκδόθηκαν το 1894 και αποτελούν συλλογή ηθογραφικών διηγημάτων που δημοσίευε από το 1889 στην Εστία. Το 1900 εξέδωσε τη Μαζώχτρα και το Βουρκόλακα το μοναδικό θεατρικό έργο του (εμπνευσμένο από το τραγούδι Του νεκρού αδελφού και με στόχο την ανανέωση της νεοελληνικής δραματουργίας με θέματα από τη σύγχρονη ιστορία). Στη Μαζώχτρα ο Εφταλιώτης αποπειράται ένα πέρασμα από την απλή ηθογραφία στην ψυχογραφική διείσδυση. Έγραψε επίσης ένα μυθιστόρημα το Ο Μανόλης ο Ντελμπεντέρης. Παράλληλα από το 1892 ασχολήθηκε με τη διδακτική πεζογραφία και τις ιστορικές μελέτες, εκδίδοντας την Ιστορία της Ρωμιοσύνης (1901) και τα Ιστορικά ξεγυμνώματα (1908). Το 1914 ξεκίνησε να μεταφράζει την Οδύσσεια του Ομήρου, έργο που έμεινε ανολοκλήρωτο λόγω του θανάτου του. Τη συνέχισή του (ραψωδίες φ΄ - ω΄) ανέλαβε ο Νικόλαος Ποριώτης. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αργύρη Εφταλιώτη βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Εφταλιώτης Αργύρης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Θωμαΐδου- Μώρου Μάρθα , «Εφταλιώτης Αργύρης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Μερακλής Μ.Γ., «Αργύρης Εφταλιώτης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί - Εποχή του Παλαμά - Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία - Γραμματολογ
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Η Μαρία Λαϊνά γεννήθηκε στην Πάτρα το 1947. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως κειμενογράφος, μεταφράστρια, επιμελήτρια εκδόσεων, script writer σε τηλεοπτικές εκπομπές και ταινίες. Ήταν παραγωγός, επιμελήτρια και παρουσιάστρια σε εκπομπές της ελληνικής ραδιοφωνίας με λογοτεχνικά θέματα. Δίδαξε επί 15ετία την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία σε αμερικάνικα κολέγια. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, γερμανικά, σουηδικά, φιλανδικά, βουλγαρικά, εβραϊκά και σε άλλες γλώσσες. Το 1993 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο ποίησης για την ποιητική της συλλογή, "Ρόδινος φόβος". Η μετάφραση στα Γερμανικά της ίδιας συλλογής απέσπασε το βραβείο της Πόλης του Μονάχου. Το 1996 επίσης τιμήθηκε με το βραβείο Καβάφη και το 1998 με το βραβείο Μαρία Κάλλας του Γ΄ προγράμματος της ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη για το σύνολο του έργου της.
(φωτογραφία: Κώστας Μητρόπουλος)
Η Μαίρη Ι. Γιόση γεννήθηκε το 1952. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (αποφοίτησε το 1975) και κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο (Μ.Α., 1979, Ph.D., 1992). Η διδακτορική της διατριβή είχε τίτλο: "Μύθος και λόγος στον Σοφοκλή" (ελλ. έκδ. Καρδαμίτσα, 1996). Είναι καθηγήτρια αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται: η αρχαία ελληνική τραγωδία, ο αρχαϊκός λυρισμός, η προ-πλατωνική και πλατωνική ποιητική, η "Ποιητική" του Αριστοτέλη και το έργο του Πλάτωνα. Έχει μεταφράσει στα νέα ελληνικά έργα των A. Andrews, J.-P. Vernant, M. Detienne κ.ά. για την κλασική αρχαιότητα, καθώς και την τραγωδία "Ηρακλής" του Ευριπίδη για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Ως ποιήτρια έχει εκδώσει τις συλλογές "Πασιφάη: δέκα ποιήματα" (Αθήνα, 1981, έκδοση εκτός εμπορίου), "Τοπίο κατάβασης" (Αθήνα, 1985) -και τις δύο με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μ. Κάσου-, "Ειδική διαδρομή" (Στιγμή, Αθήνα, 1990), "Οι γάμοι" (Στιγμή, Αθήνα,1995), "Χαμηλός ουρανός" (Οδός Πανός, Αθήνα, 2006).