Ο ικέτης έφτανε στα κράσπεδα της οδύνης του. Τον κύκλωνε ένα τραγικό φόντο, που ο ίδιος με τις πράξεις του έστηνε. Γιατί ο άνθρωπος είναι αρχιτέκτονας της τύχης του. Η μη σύμπτωση, η διάσταση ανάμεσα στις επιθυμίες του ικέτη και την πραγματικότητα που τον ανατρέπει, γιγαντώνει τη δυστυχία του. Εξάλλου η ζωή είναι μια δέσμη ίδιων διαδρομών στο λάθος. Κι αν καμιά φορά ξεστρατίσει κανείς για λίγο στο όνειρο, ονομάζει τούτο καταξίωση ζωής. Οικτρή βέβαια πλάνη. Η ικεσία ξεπερνά τα όρια της απλής δέησης, της συνηθισμένης παράκλησης και της τυπικής έκφρασης πόνου. Είναι μία διαδικασία, που ο οίκτος ξεδιπλώνεται και θυμίζει την ανθρώπινη ασημαντότητα. Είναι μια ιεροτελεστία χωρίς ιεροφάντες και θύτες. Μόνο με θύματα. Γιατί το αδιέξοδο δεν ανήκει μόνο στο θύμα, αλλά και στον ικετοδόχο, που αντιμετωπίζει πλέον κατάματα το συνειδησιακό του πρόβλημα. Δεν μπορεί να απορρίψει. Μόνο να εξαγνίσει. Ακόμη και αν πρόκειται για μαιοφονία (= βρόμικος, δολερός φόνος). Η καρδιά του ικετοδόχου μεταβάλλεται σε εργαστήρι δικαιοσύνης ή αδικίας. Πλουταίνει όταν βυθίζεται μέσα στον άλλο και φτωχαίνει όταν φεύγει έξω από τον άλλο. Ίσως λύνοντας το ξένο πρόβλημα, μπορεί κάποτε να λύσει και το δικό του. Εξάλλου το βάθος της ψυχής μετριέται μόνο με το ύψος του οίκτου, μόνο με το μέγεθος της αγάπης. Εδώ ο ικετοδόχος είναι ψηλά, είναι ο αφέντης. Και όταν όλοι γύρω σκύβουν ο αφέντης γίνεται ψηλότερος.