Όταν ο συγγραφέας γνωρίζει ότι σύντομα θα πεθάνει, η απόφασή του να γράψει αφήνει εξ ορισμού ένα ίχνος τραγικότητας στο κείμενο. Όταν σκόπιμα επισπεύδει το θάνατό του και όταν μάλιστα αυτό είναι το θέμα του κειμένου, τότε συχνά έχουμε τη λογοτεχνία των μαρτύρων, των ηρώων και των αυτοχείρων. Όταν η απόφαση αυτής της επίσπευσης είναι κάθε άλλο παρά αυτοκαταστροφική, όταν είναι μια κατάφαση της ζωής από την αρχή ως το τέλος, τότε μιλάμε για ένα είδος κειμένου ακραία θεωρητικού: Το κείμενο της n΄ Drea αντιστρέφει την έννοια της ματαιοδοξίας. Είναι μια συγκέντρωση πολιτικής και ηθικής σκέψης που εμψυχώνεται από την ασθένεια και το θάνατο για να ζωογονήσει το χρέος για προσωπική αντίσταση. [...]
Το 1985, η n΄ Drea έμαθε ότι είχε καρκίνο. Αφού υπέστη εγχειρίσεις, χημειοθεραπεία και ακτίνες για κάποιον καιρό, έχασε κάθε ελπίδα ότι θα θεραπευόταν. Όταν το 1990 της πρότειναν να γίνει πειραματόζωο για ένα νέο φάρμακο, αρνήθηκε και -πραγματοποιώντας ένα σχέδιο που επεξεργαζόταν από καιρό- "αποφάσισε να αποχωρήσει εντελώς από τον ιατρικό κόσμο... και να πεθάνει με τους δικούς της όρους ανάμεσα σε αυτούς που αγαπούσε, αρνούμενη μια κοινωνία που κλέβει τις ζωές αλλά και τους θανάτους μας". [...]
(Λία Γυιόκα, από το προλογικό κείμενο του βιβλίου)
Η Doria γράφει με πάθος, επιχειρώντας μια βιωματική ριζοσπαστική κριτική στο ρόλο της ιατρικής και της επιστήμης γενικότερα στην εμπορευματική κοινωνία. Πιστεύει στη δύναμη της αρρώστιας και στη μετατροπή της σε "σύμμαχο" κι επιλέγει να ρισκάρει προκειμένου να μην στερηθεί το νόημα της ζωής της αλλά και του θανάτου της. Ο αγώνας της χαρτογραφεί μια χώρα όπου ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία.
Κατερίνα Μαρσιανούδη (Μεταφραστής)