Το βιβλίο αυτό δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Αν και ο ιστός του “δένει” πραγματικά γεγονότα, πραγματικά ονόματα και παραπέμπει σε πηγές, εν τούτοις, αφήνεται στη μοίρα της λογοτεχνίας, σκοπός της οποίας είναι να συγκινεί. Αυτό το ΣΑΝ μυθιστόρημα δεν είναι προσχηματικό. Χρησιμοποιεί ένα υπαρκτό ιστορικό πλαίσιο, που παραπέμπει σε αυθεντικές πηγές και ταυτόχρονα εμφιλοχωρεί η μυθοπλαστική αφήγηση…
..Το παρόν πόνημα είναι ένα περιπετειώδες οικογενειακό χρονικό. Μία saga όπου η ιστορία ως ιστορία έχει την πρωτοκαθεδρία. Η μορφή του Γιάννη Τζαγκαράκη δεσπόζει, έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ ολόκληρη την αφήγηση. Όσα γεγονότα συνυφαίνονται ή εφάπτονται με το πρόσωπό του συνυπάρχουν ως προέκταση της δράσης, αλλά και της απλής παρουσίας του. Ο έτερος πρωταγωνιστής σ’ αυτή την τραγωδία είναι ο Πάτρικ Λη Φέρμορ. Μια εμβληματική προσωπικότητα της ιστορίας της Κρητικής Αντίστασης, της λογοτεχνίας και της καθημερινής ζωής. Ένας πεζοπόρος της ανθρώπινης ανησυχίας και αξιοπρέπειας. Ένας εραστής της εσωτερικής ελευθερίας, του κινδύνου και της περιπέτειας. “Ένα κράμα εντιμότητας, τόλμης, γενναιοψυχίας και βαθιάς γνώσης”, σύμφωνα με τη Χαρά Κιοσσέ.[1] Το σκληρό κρητικό τοπίο τον αφομοίωσε. Έχτισε φιλίες σε όλο το νησί, έκανε συντεκνιές και δέθηκε με αυτούς τους ακατάλυτους άνδρες. Εντυπωσίαζε η απίστευτη δύναμή του να οικειοποιείται τον τόπο, τον χρόνο, την παράδοση και τη ιστορία. Επρόκειτο για έναν άνδρα που “εγεύθη την ευτυχίαν” και την ελευθερία. Μιλάμε για μια εσπέρια φυσιογνωμία, που αναζήτησε την ομορφιά με όλες τις αισθήσεις, την ύμνησε και την υπηρέτησε. Η μοναδική ασχήμια-κηλίδα στη ζωή του ήταν το τραγικό γεγονός του θανάσιμου τραυματισμού του Γιάννη.
Η εξιστόρηση των γεγονότων είναι δομημένη πάνω στην Αντίσταση των Κρητικών και των συμμάχων Άγγλων εναντίον των Γερμανών. Αυτή η επαναστατική συνθήκη καλύπτει σχεδόν τα δύο τρίτα του βιβλίου. Πανταχού παρών υπάρχει ένας εξωτερικός αφηγητής, που εξιστορεί τα συμβάντα, χτίζει χαρακτήρες, σκηνοθετεί και αναλύει ή εμβαθύνει, όπου χρειάζεται, στις βασικές έννοιες, όπως είναι η γενναιότητα, ο φόβος, ο θάνατος, ο έρωτας, η φιλία, η φθορά, ο χρόνος, η μνήμη.
[1] Χαρά Κιοσσέ: συγγραφέας, δημοσιογράφος.
Ο συναγερμός για την εμφάνιση των Γερμανών είχε μόλις λήξει. Η άνοιξη εκείνη τη χρονιά είχε παραδώσει νωρίς τη σκυτάλη στο καλοκαίρι, όσο να ’ναι, όμως, τα βράδια στα ψηλώματα των ορέων επικρατούσε κάποια ψύχρα. Ο Ψηλορείτης κρατούσε ακόμη στις σκιερές λόχμες του λευκές λογχοειδείς ραβδώσεις χιονιού. Εκεί κατά τα λυχνανάμματα, την ώρα που μούχλιαζε, κάτω από τη διάπλατη λάμψη του ουρανού, όταν τα αστέρια ανάβουν ένα ένα, οι αντάρτες είχαν κάνει κύκλο γύρω από τη φωτιά. Μερικοί πετούσαν κανένα κλαρί, για να τη θρέψουν και άλλοι ήταν απασχολημένοι με τα όπλα τους.
Ο Γιάννης καθισμένος δίπλα στη φωτιά τακτοποιούσε το σακούλι του. “Στο κοτσάνι της νύχτας η σελήνη σπάραζε” αχνά. Ήταν μια βραδιά τρεμάμενη “όμορφη σαν νεκροταφείο, με κατεβασιές ψυχρού ουρανού”. Χάθηκαν οι Θεοί εκείνο το βράδυ.
Ένας μεταλλικός ήχος ακούστηκε. Δεν έμοιαζε σαν τους άλλους. Ο θόρυβος από το τράβηγμα του κλείστρου ήταν διαφορετικός. Μια σφαίρα είχε ήδη περάσει στη θαλάμη του όπλου, που κρατούσε ο Μιχάλης.
Ο Χρήστος Π. Κωσταντουδάκης είναι δάσκαλος και κατοικεί στο Ηράκλειο της Κρήτης. Έχει γράψει την ποιητική συλλογή “Λίγο περισσότερο φως”, το παραμύθι “Η Μάγισσα η Ανάποδη και ο Αμπού”, το μυθιστόρημα “Κι έτσι… η ζωή είναι ωραία” (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ραδάμανθυς), τον οδηγό υποτροφιών Ελλάδος, και συμμετείχε στη σύνταξη του βιβλίου “Λεύκωμα Δασκάλων Συγγραφέων”. Έχει βραβευτεί σε λογοτεχνικό διαγωνισμό για το διήγημα του “Όνειρα θερινής νύχτας”. Επίσης, έχει βραβευτεί σε δύο διαγωνισμούς ποίησης: α) από τον Σύλλογο Συγγραφέων και Λογοτεχνών “Κρητών Λόγος” και β) από τη συλλογική έκδοση “Τα χαϊκού της Άνοιξης” των εκδόσεων Ανεμολόγιο. Έχει διατελέσει επί σειρά ετών αρχισυντάκτης του περιοδικού “Εκπαιδευτικοί Προσανατολισμοί”. Άρθρα και κριτικές του έχουν δημοσιευτεί στον αθηναϊκό και επαρχιακό τύπο.