Το «Εθνικό Θέατρο» (ή «Βασιλικόν Θέατρον», όπως ονομαζόταν σε ορισμένες περιόδους) ανέπτυξε καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του έντονη και αξιόλογη δραστηριότητα αναφορικά με τις παραστάσεις της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, γεγονός που είχε ως συνέπεια τη δημιουργία ιδιαίτερης σκηνοθετικής και υποκριτικής «παράδοσης», τα ουσιαστικότερα γνωρίσματα της οποίας συνδέονταν με τη μεγαλόστομη εκφορά του λόγου, την ηχηρή και καθαρή άρθρωση (που έφτανε ωστόσο ενίοτε στα όρια της στομφώδους απαγγελίας), καθώς επίσης και τις υπερβολικές κινήσεις του άνω μέρους του σώματος, που έφταναν στα όρια της τυποποίησης. Επιπλέον, ο Χορός επαναλάμβανε χαρακτηριστικές λέξεις ή φράσεις και, σε συνδυασμό με τις τυποποιημένες κινήσεις του, ενίσχυε την εντύπωση της αρχαιοπρέπειας. Τέλος, ο απόλυτος σεβασμός στο κείμενο του πρωτοτύπου, τα αρχαιοπρεπή σκηνικά και κοστούμια, οι σκηνές πλήθους, καθώς επίσης η αξιοποίηση στοιχείων της ελληνικής και βυζαντινής μουσικής επέτειναν την εντύπωση ύπαρξης συγκεκριμένης «παράδοσης».
Η παρούσα εργασία φιλοδοξεί στο σύνολό της να διερευνήσει τη διαμόρφωση και την εξέλιξη της «παράδοσης» του Εθνικού Θεάτρου καθώς και των βασικών χαρακτηριστικών της εξετάζοντας συστηματικά τις ίδιες τις παραστάσεις μέσα από κειμενικές πηγές και οπτικοακουστικό υλικό. Ο πρώτος τόμος εστιάζει στις σκηνοθετικές προσεγγίσεις της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας από τον Θωμά Οικονόμου, τον Φώτο Πολίτη και τον Δημήτρη Ροντήρη. Ο δεύτερος τόμος εστιάζει στις σκηνοθετικές προσεγγίσεις της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας από τον Τάκη Μουζενίδη, τον Αλέξη Μινωτή και τον Αλέξη Σολομό.