Η ανυπόστατη πράξη αποτελεί πάγιο τμήμα της δογματικής του κλασικού διοικητικού δικαίου, τόσο στο ελληνικό, όσο και στο γαλλικό και το γερμανικό δίκαιο, ενώ δεν απουσιάζει ούτε από το δίκαιο της Ε.Ε. Τα προβλήματα που εμφανίζονται αξίζουν την θεωρητική επεξεργασία, ιδίως με τη μέθοδο του συγκριτικού δικαίου, δεδομένου ότι ανάγονται στον ζωτικής σημασίας πυρήνα του δικαίου των διοικητικών πράξεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ιδίως τα προβλήματα παροχής έννομης, προπάντων δικαστικής, προστασίας, τα οποία εξάλλου συνεχίζουν να απασχολούν έντονα τη νομολογία του ΣτΕ, με αποκορύφωμα την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας 87/2011.
Η ανυπόστατη διοικητική πράξη συνιστά μια αρνητική έννοια, χαρακτηρίζεται από την απουσία του υπαρξιακού στοιχείου. Ενόψει της παρατήρησης αυτής, το εισαγωγικό κεφάλαιο της εργασίας διερευνά καταρχάς τη νομική υπόσταση της διοικητικής πράξης, η οποία συνδέεται στενά με την έκδοσή της, καθώς και με τη νομική της ισχύ, την παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων στα οποία κατατείνει η πράξη.
Το πρώτο κεφάλαιο που ακολουθεί έχει ως αντικείμενο τον ορισμό του ανυπόστατου των διοικητικών πράξεων. Στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου διαμορφώνεται μια ευρύτερη έννοια της ανυπόστατης πράξης, η οποία περιλαμβάνει πράξεις που παρουσιάζουν νομικά ελαττώματα όλως ιδιαίτερης βαρύτητας, τα οποία είναι απολύτως εμφανή.
Το δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας έρχεται να εξετάσει τις επιμέρους βασικές κατηγορίες των ανυπόστατων διοικητικών πράξεων, ιδίως όπως αυτές διαμορφώθηκαν στη ελληνική διοικητική νομολογία. Διακρίνονται εν προκειμένω οι εν στενή εννοία ανυπόστατες πράξεις, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα σημασία έχουν οι ατελείς - ανολοκλήρωτες πράξεις, καθώς και οι εν ευρεία εννοία ανυπόστατες πράξεις, οι οποίες πάσχουν από κάποιο βαρύ και πρόδηλο νομικό σφάλμα, όπως είναι λ.χ. η κατά κλάδον αναρμοδιότητα του οργάνου που τις εξέδωσε.
Το τρίτο κεφάλαιο της εργασίας έχει ως αντικείμενο τα ιδιαίτερα προβλήματα παροχής έννομης προστασίας κατά ανυπόστατων πράξεων. Η εργασία προτάσσει τα ζητήματα που αφορούν στη δικαστική προστασία, τα οποία έχουν τύχει ευρύτερης και προπάντων λεπτομερέστερης νομολογιακής επεξεργασίας, ενώ ακολουθεί το πρόβλημα της δυνατότητας παροχής έννομης προστασίας στο πλαίσιο διοικητικών προσφυγών, με την ακύρωση ή ανάκληση της ανυπόστατης πράξης από τα διοικητικά όργανα. Η εργασία ολοκληρώνεται με τη συνοπτική παρουσίαση των συμπερασμάτων της σε θέσεις.