Η μονογραφία πραγματεύεται τη δικαστική αμεροληψία, μια από τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη δικαιοσύνη, ένα αναπόσπαστο στοιχείο της δίκαιης δίκης. Αναδεικνύεται η διάκρισή της από την επίσης θεμελιώδη αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας και η σχέση που τη συνδέει με τον υπέρτερο θεσμό της δικαιοσύνης. Η κατοχύρωσή της στην ποινική διαδικασία επιδιώκεται μέσω τριών θεσμών, οι οποίοι έχουν καθιδρυθεί και ρυθμίζονται από σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι θεσμοί αυτοί είναι ο αποκλεισμός, η εξαίρεση και η αποχή των δικαστικών προσώπων. Αναλύονται οι διατάξεις των άρθρων 14, 15 και 23 ΚΠΔ, αναδεικνύονται τα ανακύπτοντα κατά την εφαρμογή τους ζητήματα και παρουσιάζεται η σχετική νομολογία. Αφιερώνονται ειδικά κεφάλαια στις αντίστοιχες διατάξεις του γερμανικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και στη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, διατυπώνεται δε η θέση ότι απαιτούνται τροποποιήσεις στο υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο. Τέλος, γίνεται ειδική αναφορά στην προβλεπόμενη διαδικασία εξαίρεσης και αποχής δικαστικών προσώπων με ανάλυση των σχετικών διατάξεων, λεπτομερής παρουσίαση της σχετικής νομολογίας και διατύπωση προσωπικής άποψης για επιμέρους ζητήματα που διαχρονικά εμφανίζουν θεωρητικό ενδιαφέρον και μεγάλη πρακτική σπουδαιότητα.