Αυτός ο νέος, (που, όντας ρομαντικός, δεν έχασε ποτέ την ισορροπία, που, όντας ευαίσθητος, κρυβόταν πίσω απ` την απάθεια και τον κυνισμό), σήκωσε τη σημαία εναντίον του κλασικισμού, πριν απ` το θορυβώδη "Κρόμγουελλ" του Ουγκώ. Διασκεδάζοντας, όμως, ακόμα και με το "πιστεύω" του, πήρε τη μορφή της Κλάρας Γκαζούλ (το "πορτρέτο" της ηθοποιού στο βιβλίο έχει τα χαρακτηριστικά του Μεριμέ!) και "μετάφρασε" τον εαυτό του με τ` όνομα "Λετράνζ", δηλ. "ο παράδοξος".
Τα δύο γνωστότερα θεατρικά του έργα, ωστόσο, "Η Καρότσα των αχράντων μυστηρίων" (όπως είναι ο πλήρης τίτλος της "Άμαξας") και "Η ευκαιρία", δεν υπήρχαν στον τόμο του 1825. Δημοσιεύτηκαν το 1829 στην "Παρισινή Επιθεώρηση" και, το 1830, ο Μεριμέ τα περιέλαβε στην καινούρια έκδοση του "Θεάτρου της Κλάρας Γκαζούλ", όπου αργότερα (1842) πρόσθεσε τη "Ζακερί" και την "Οικογένεια Καρζαβάλ".
Με το θέατρό του -όπως και με τα διηγήματά του- ο Μεριμέ γίνεται πρόδρομος, όχι μόνο του ρομαντισμού, αλλά και του ρεαλισμού. Από τον πρώτον έχει το πάθος και το "τοπικό χρώμα". Από τον δεύτερο, την ακριβή ψυχολογία και την αντικειμενική παρατήρηση. Η "Άμαξα" είναι χαρακτηριστικό δείγμα του ύφους του: Η (ρομαντική) γραφικότητα του Περού και της θεατρίνας Καμίγια Περικόλ, απ` τη μια. Η (ρεαλιστική) σατιρική διαγραφή του Αντιβασιλιά και της Αυλής του, απ` την άλλη. Το σύνολο, θαυμάσια αρμονισμένο με οξυδέρκεια, χάρη, γνησιότητα και χιούμορ, που έμειναν -ποιος θα του τόλεγε- κλασικά!
Το δίχως άλλο, ο Μεριμέ δεν προόριζε τα έργα του τόσο για παράσταση, όσο για διάβασμα. Ασχολείται περισσότερο με την ανάπτυξη των αισθημάτων παρά με το καθαυτό δράμα. Γι` αυτό και το "Θέατρό" του άργησε να γνωρίσει την καθιέρωση.
Το 1827 πρωτοπαίζεται ο "Αφρικανικός Έρωτας" σε 10 μόνο παραστάσεις. Θα περάσουν 23 ακόμα χρόνια, για να γίνει δεκτή η "Άμαξα" στη "Γαλλική κωμωδία". Αλλά η εμφάνισή της έγινε δεκτή με σφυρίγματα! Μόνο το 1920, που την ανέβασε ο Ζακ Κοπώ στο "Βιέ-Κολομπιέ" - παίζοντας ο ίδιος τον Αντιβασιλιά, με Περικόλ τη Βαλαντίν Τεσσιέ - , οι Γάλλοι "ανακαλύψανε" το θεατρικώτερο απ` τα έργα του Μεριμέ. Από τότε, η "Άμαξα" δεν έπαψε να παίζεται, όχι μόνο στην πατρίδα της, αλλά και σ` όλες τις χώρες του κόσμου. Μένει πια εν` απ` τ` αντιπροσωπευτικώτερα δείγματα του καλύτερου γαλλικού θεάτρου.
Στην Ελλάδα πρωτοπαίχθηκε, πάλι απ` το Εθνικό Θέατρο, το 1933, με σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη και με τον αξέχαστο Αιμίλιο Βεάκη και την Κατερίνα, που σημείωσαν εξαίρετη επιτυχία στους ρόλους του Αντιβασιλιά και της Περικόλ.
O Προσπέρ Μεριμέ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1803 από πατέρα ζωγράφο. Σε πολύ νεαρή ηλικία ξεκινά να σπουδάσει νομικά και μετά το πέρας των σπουδών του δημοσιεύει ένα σύνολο έξι θεατρικών έργων, "Το θέατρο της Κλάρα Γκαζύλ", το 1825, που τον καθιερώνει ως μιας προεξέχουσα μορφή του ρομαντικού κινήματος στη Γαλλία. Ύστερα ακολούθησαν τα έργα: "La Jacqerie", το 1828, μια σειρά δραματικών σκηνών από τη μεσαιωνική εποχή, και η νουβέλα "Το χρονικό της βασιλείας του Καρόλου ΙΧ", το 1829. Στα έτη 1829-1830, δημιουργεί έξι αξιοσημείωτα έργα. Την ίδια περίοδο ξεκινά τη δημοσιοϋπαλληλική του καριέρα. Διορίζεται γενικός επιθεωρητής των ιστορικών μνημείων, θέση που διατήρησε μέχρι το 1860. Ταξιδεύει σε ολόκληρη την Ευρώπη και ασχολείται κυρίως με τη συγγραφή ιστορικών δοκιμίων και ταξιδιωτικών σημειώσεων που άπτονται ιστορικών και αρχαιολογικών θεμάτων. Το 1844 γίνεται δεκτός στη Γαλλική Ακαδημία. Ο Μεριμέ ύστερα από τη δημοσίευση της "Κάρμεν" το 1847, δεν έγραψε καμία νουβέλα για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Το 1854 ονομάζεται γερουσιαστής και εξελίσσεται σε διακεκριμένη προσωπικότητα στην Αυλή του Ναπολέοντα ΙΙΙ. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του αρχίζει και πάλι τη συγγραφή μικρών ιστοριών, τριών τον αριθμό, που καμία όμως δεν επρόκειτο να δημοσιευθεί. Πέθανε στις Κάννες το 1870.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα