Έρωτας ασκεπής
περιφερόταν ασκεπής κι ανέστιος
έρωτας ήταν οπωσδήποτε νοσούσε
μονό σημάδι ασαφές τον εξουσίαζε
στίχους θρυμμάτιζαν οι στεναγμοί στο διάβα του
-δε φτάνουνε τα ξυλοπάπουτσά μου για το δρόμο;
δε φτάνει ο δρόμος ο απ΄ την φύση κακοτράχαλος;-
σκληρή ατραπό αδιέξοδη ζητούσε
έρωτας είναι ασκεπής κι εφέστιος
ποτέ ποτέ πίσω στις πλάτες τα φτερά του
πάντα σακούλι τρυφερό μία προδοσία
κι ένα τριφύλλι τυχερό σφιχτά στη φούχτα του
μόνος γυμνός και ξαναγράφει την αλήθεια
δεν ξεγελιέται στον καιρό που όλο αλλάζει
τ΄ άγια του μάτια σαν ορθάνοιχτα κρατά.