ΤΣΙΓΓΑΝΑ
Ο ήλιος
τινάζει απότομα το χέρι,
σαν βεντάλια ανοίγει πάνω απ’ τα φρύδια των βουνών.
Σύντομα θα τελειώσει ο χορός,
η πόλη θ’ αποκοιμηθεί.
Μόνο η τσιγγάνα,
με το κόκκινο ρούχο
φορεμένο κατάσαρκα,
πριονίζει με το στιλέτο της τ’ αυτί,
το χρυσό σκουλαρίκι που την έδεσε στη νύχτα
για να κόψει.
Να φύγει ελεύθερη
με την ανατολή.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΑΜΑΖΟΝΑΣ
Κάθομαι πλάι στ’ ανοιχτό παράθυρο.
Άθικτο στο πιάτο το ψωμί.
Η πόρτα του δωματίου τρίζει.
Στο κέντρο του
γυναίκες με το ένα στήθος τους γυμνό
χορεύουν κραδαίνοντας τα όπλα.
Το τόξο μου στο πάτωμα σπασμένο.
Ο ίσκιος του πεύκου σαλεύει στην αυλή,
καταβροχθίζει ολόκληρο το σπίτι.
Από ’ναν γέρικο καλόγερο βαστιέμαι,
δύναμη αντλώ απ’ τη Σελήνη.
Στη χούφτα μου το δέρμα απαλό,
ακολουθώ τις άλλες Αμαζόνες
– πυρρίχιος χορός.