Ο αστυνόμος Μαλούζος θα έρθει αντιμέτωπος με ένα γκροτέσκο θέαμα σε μια περίεργη υπόθεση. Η εμμονή ενός νάρκισσου κοινωνιοπαθή δολοφόνου θα γίνει η αιτία να στηθεί μια παγίδα στο υποκείμενο του πόθου του. Ψέματα, αθεράπευτα μίση και ανεκπλήρωτα πάθη υπό το πρίσμα ενός υπερτροφικού φροϋδικού «εκείνου», που λειτουργεί με την αρχή της ευχαρίστησης, οδηγούν σε ένα ντόμινο θανάσιμων σχεδίων που ξεπηδούν από το καζάνι με τις κοχλάζουσες ενορμήσεις του. Ο αστυνόμος θα κληθεί να αποτρέψει μια ακόμη δολοφονία. Εκεί θα συναντήσει μια γυναίκα που θα τον σημαδέψει για την υπόλοιπη ζωή του…
«Οι ακτίνες της πανσελήνου φώτισαν τα ξανθά μαλλιά της...Είχε μια ποιητική ομορφιά που ήταν σπάνια. Ο αστυνόμος έστεκε αποσβολωμένος να τη θαυμάζει καθώς την έλουζε το φως του φεγγαριού, σχεδόν κρατώντας την ανάσα του. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω όπως κάνουν οι επισκέπτες στα μουσεία όταν αντικρίζουν ένα έργο τέχνης…»
«…Περπάτησαν για λίγη ώρα στα σκοτεινά σοκάκια δίχως να μιλούν. Ήταν από εκείνες τις σιωπές που τα είχαν ήδη όλα ειπωμένα…»
«…Το αίμα της ανάβλυζε και αναμιγνυόταν με το ψεύτικο που είχε βάλει με το μακιγιάζ. Διάσπαρτα μουγκρητά έβγαιναν από το στόμα της σαν αγριόχοιροι που πάλευαν να κατασπαράξουν το θήραμα…»
«…Μα ήταν και η πανσέληνος που έβρισκε πάντα τρόπο να τρυπώνει μέσα από τις γρίλιες της ψυχής του, να τραντάζει το είναι του και να συγκλονίζει την ύπαρξή του, ήταν τότε που ορκίστηκε να την μισεί θανάσιμα για την υπόλοιπη ζωή του…»