Εξαντλημένο στον εκδοτικό οίκο
ISBN:
9786188170513
Κατηγορίες:
Έτος κυκλοφορίας
Εκδότης
Οι επιτάφιοι προς τιμήν των πεσόντων για την πατρίδα υπήρξαν η συνέχεια μιας αρχαίας παράδοσης απόδοσης τιμών στους νεκρούς ήρωες όχι μόνο έργω αλλά και λόγω, και αναπτύχθηκαν στην αρχαία Αθήνα τόσο, ώστε να αποτελούν ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος. Σε μια διαφορετική, από τις συνήθεις φιλολογικές, ανάλυση των αθηναϊκών επιταφίων, ο Ι. Συκουτρής αποκαλύπτει το πραγματικό, το βαθύτερο νόημά τους: τη φυσική και υπερβατική συγχρόνως σύνδεση του αίματος με τη γη, που επιτυγχάνεται με τη θυσία του πολεμιστή, όπου κι αν αυτός πεθάνει. Μια θυσία που για τον Έλληνα ήταν δικαίωμα και ολοκλήρωνε την "ευδαιμονία του αγαθού ανδρός". Η αγάπη και η ευγνωμοσύνη για τη γη του ήταν αυτή που οδηγούσε τον πολεμιστή στην υπεράσπισή της και που δικαιολογούσε ηθικά τον πόλεμο. Ο υπέρ πατρίδος θάνατος τον συνέδεε με τους ένδοξους προγόνους του, στην αδιάσπαστη συνέχεια της φυλής, στη "μακρά αλυσίδα των πράξεων ανδρείας και εθελοθυσίας". Γιατί, λέγει ο Συκουτρής, η γη της πατρίδας του ήταν ιερή και αγαπημένη, στοργική Μητέρα και τροφός, και όχι ξένη ή μητριά, όπως είναι για τον σύγχρονο, τον επηρεασμένο από την εβραϊκή νοοτροπία, άνθρωπο. Σ' αυτή τη γη ήθελε ο ήρωας να ταφεί, την "προσιτή αμέσως και εις τας αισθήσεις και εις τα αισθήματα", τη γη-φορέα της αιώνιας εναλλαγής ζωής και θανάτου. Γι' αυτή τη γη ο ήρωας δίνει ό,τι ακριβότερο έχει: το Αίμα του. Γιατί μόνο μ' αυτόν τον τρόπο, το πνεύμα της αυτοθυσίας μπορεί να μεταδοθεί στις επόμενες γενιές και να παραμείνει αιώνιο: μόνο "μέσα από το αίμα, το καθαρό από κάθε ξένο στοιχείο αίμα της φυλής".
Ο Ιωάννης Συκουτρής γεννήθηκε στη Σμύρνη της Ιωνίας την 1η Δεκεμβρίου 1901. Ο κτηνοτρόφος πατέρας του, χιώτικης καταγωγής, συντηρούσε την πολυμελή οικογένειά του φτωχικά αλλά τίμια· εκείνος έμαθε και τα πρώτα γράμματα στον ασθενικό, μικρόσωμο και λεπτοκαμωμένο άνθρωπο πριν φοιτήσει από το 1909 στην τρίτη τάξη του συνοικιακού δημοτικού σχολείου του Αγίου Κωνσταντίνου.
Υποστηριζόμενος από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο εγγράφτηκε δωρεάν στην Ευαγγελική Σχολή από όπου αποφοίτησε αριστούχος τον Ιούνιο του 1918. Αμέσως, λόγω του αποκλεισμού, αναγκάστηκε να διοριστεί δάσκαλος στο Μουραντιέ (Γκιαούρ-κιοϊ), κωμόπολη κοντά στη Μαγνησία· εκεί σχημάτισε και σύλλογο νέων ορκισμένων να μιλούν μόνον ελληνικά μεταξύ τους. Ήδη από τα δεκαέξι χρόνια του ήταν τακτικός συνεργάτης της "Αμαλθείας" του Σ. Σολωμονίδη με το ψευδώνυμο Αντιφών ο Σμυρναίος. Το φθινόπωρο του 1919 κατόρθωσε να έρθει στην Αθήνα όπου εγγράφεται αναδρομικώς στη Φιλοσοφική Σχολή από την οποία αριστεύοντας παντού αποφοίτησε το 1922. Αμέσως έφυγε για την Κύπρο, όπου είχε διοριστεί καθηγητής στο Ιεροδιδασκαλείο Λάρνακος. Η διαμονή του εκεί αποβαίνει για αυτόν αναβάπτισμα από την οξύτατη εσωτερική κρίση που περνούσε εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής. Επί διετία δημοσίευσε ιστορικές και λαογραφικές μελέτες στο περιοδικό "Κυπριακά Χρονικά" που ίδρυσε. Το 1924 επέστρεψε στην Αθήνα όπου διορίστηκε βοηθός στο Φιλοσοφικό Σπουδαστήριο του Πανεπιστημίου. Το 1925 παντρεύτηκε και με υποτροφία του Πανεπιστημίου αναχώρησε για τη Γερμανία. Το 1930 επιστρέφοντας στην Αθήνα ανακηρύχθηκε παμψηφεί υφηγητής, και οι αίθουσες των παραδόσεών του ασφυκτιούσαν από την προσέλευση του κοινού. Εργαζόταν δημιουργικά αλλά σπάταλα· κυρίως ως ερευνητής επιστήμων αλλά κατ΄ εξοχήν ως δάσκαλος. Ταυτοχρόνως δούλευε και ως βιβλιονόμος της Βιβλιοθήκης της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1933 το Πανεπιστήμιο της Πράγας του πρότεινε την έδρα της Κλασικής Φιλολογίας. Τα δημοσιεύματά του -φιλολογικά, φιλοσοφικά, κριτικά κ.ά.- ακολούθησαν καταιγιστικούς ρυθμούς όλα αυτά τα χρόνια. Το 1937, πριν προφτάσει να εκλεγεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο -πόσο το αγάπησε και πόσο τον πίκρανε!- αυτοκτόνησε, μετά από μια τελευταία επίσκεψη στην Ακροκόρινθο.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα