Ο Γ. Μ. Βιζυηνός (1849-1896), ποιητής και πεζογράφος, φιλόλογος, διδάκτορας της παιδαγωγικής και υφηγητής της ιστορίας της φιλοσοφίας, θεωρείται πλέον, χωρίς αμφισβήτηση, ένας από τους σημαντικότερους έλληνες διηγηματογράφους. Ξεκίνησε από την ποίηση και σε αυτή επένδυσε περισσότερο, αλλά επιδόθηκε και στη διηγηματογραφία μπολιάζοντας μαεστρικά την ηθογραφία με την ψυχογραφία. Ο κορυφαίος αυτός λογοτέχνης του 19ου αιώνα γνώρισε τον έπαινο και τη χλεύη των κριτικών όσο ζούσε, πέρασε μια περίοδο σταθερής αλλά αδιάφορης εκτίμησης κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, αλλά από την τελευταία εικοσαετία και έπειτα η εκτίμηση για το έργο του είναι συνεχώς αυξανόμενη.
Τη διαδρομή αυτή επιχειρούν να αποτυπώσουν τα κείμενα που ανθολογούνται στον ανά χείρας τόμο. Κριτήριο για την επιλογή τους είναι η αντιπροσωπευτικότητα των προσεγγίσεων για το έργο του Βιζυηνού και η πρωτότυπη συμβολή του καθενός στην ανάδειξη νέων όψεων αυτού του έργου. Κυρίως αναφέρονται στη διηγηματογραφία του Βιζυηνού, αλλά αξιολογείται και η ποίησή του. Η ανθολόγηση αρχίζει με ένα παλαμικό άρθρο του 1892, που αξιολογεί τη διηγηματογραφία και την ποίηση του Βιζυηνού αμέσως μετά τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο, και ολοκληρώνεται με πρόσφατες μελέτες. Είναι φειδωλή έως τα χρόνια της μεταπολίτευσης και πολύ πλουσιότερη από το 1980 και ύστερα, προκειμένου να αποτυπωθεί και αριθμητικά η άνθηση που γνώρισε η έρευνα γύρω από το έργο του Βιζυηνού και η ποικιλία των ερευνητικών προσεγγίσεων. H Εισαγωγή του επιμελητή παρακολουθεί αυτή τη διαδρομή, ενώ φωτίζει και την περίοδο από τις πρώτες λογοτεχνικές εμφανίσεις του Βιζυηνού μέχρι τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο ψυχιατρείο.
Λάμπρος Βαρελάς (Επιμέλεια)