Εξαντλημένο στον εκδοτικό οίκο
ISBN:
9789600417104
Κατηγορίες:
Έτος κυκλοφορίας
Εκδότης
"Όταν εφτάσαμε στον καινούριο τόπο, η μητέρα μου έλειπε από μαζί μας. Αρώτησα που είναι, μου ‘πανε πως θα φτιάξει στο γιατρό τα δόντια της και θα ‘ρθει. Πώς να το ‘ξερα άραγε δεν ξέρω, ήξερα όμως σίγουρα εγώ τότε, απ’ τον καιρό εκείνο, πως δε θα ξανάρθει. Είχανε σφίξει περισσότερο οι καρέκλες τριγύρω στο τραπέζι για να μη φαίνεται η θέση της αδειανή, και στω γονιώ μου την κάμαρα δεν έστρωναν πια το ένα από τα δύο στολισμένα κρεβάτια με τα πλατιά κεντημένα σεντόνια, κι από πάνω ο ασημένιος άις- Γιώργης με τον ατλαζωτό του φιόγκο που τα χώριζε πάντα στη μέση, κι εκείνος δεν ήτανε στη θέση του πια. Ωστόσο εγώ την ήθελα την μητέρα μου. Δε μου ‘χε πει κανένας ακόμα ότι μπορούν οι μητέρες να φεύγουν. Πάλι και τώρα η ζάλη εκείνη η δυνατή χτυπούσε στο κεφάλι μου, μόνο πως δεν άρχιζα πια τα κλάματα τώρα, όπως σαν έμαθα ότι επέθανε το καπελάκι εκείνο απάνω στην κυρία του, τις νύχτες μόνο που μ’ έβαζαν στο κρεβάτι μου και τριγυρίζανε τα γαλάζια της μάτια από πάνω μου, που ήτανε πάντα πολύ υγρά κι ετοιμασμένα πάντα να βασιλέψουν και γύρω γύρω, σιγά σιγά στα βλέφαρά μου εφτερουγίζανε σαν ανοιχτές φτερούγες δυο, μεγάλες, κι ο ίσκιος τους χυνότανε στο ταβάνι κι έριχνε φως σ’ όλη την κάμαρα κι εγινότανε μέρα, ανοιγόκλεινα εγώ τα μάτια τα δικά μου τότε και τα βαστούσα ορθάνοιχτα, για να βλέπω ακόμα, λίγο ακόμα, το ασημένιο φως που χύνανε τριγύρω γύρω, παντού οι φτερούγες."
Η Μάρω Δούκα, από τις σημαντικότερες συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά. Το 1966 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου έκτοτε ζει. Αποφοίτησε από το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1974, με τις νουβέλες "Η πηγάδα", "Κάτι άνθρωποι", και μέχρι σήμερα έχει εκδώσει μία ακόμη νουβέλα, δύο συλλογές διηγημάτων, εννέα μυθιστορήματα (πιο πρόσφατο, "Έλα να πούμε ψέματα", 2014) και δύο συλλογές κειμένων "Ο πεζογράφος και το πιθάρι του" (1992), "Τίποτα δεν χαρίζεται" (2016), ενώ το 2005 εξέδωσε "Τα μαύρα λουστρίνια" στο πλαίσιο της σειράς "Η κουζίνα του συγγραφέα" των εκδόσεων "Πατάκη". Έχει τιμηθεί με το Βραβείο "Νίκος Καζαντζάκης" του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα "Αρχαία σκουριά" με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα "Πλωτή πόλη" και με το Βραβείο Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα "Αθώοι και φταίχτες", για το οποίο επίσης τιμήθηκε με το Βραβείο Balkanika και το Βραβείο "Καβάφη". Για το μυθιστόρημα "Έλα να πούμε ψέματα" έχει τιμηθεί με το βραβείο "Νίκος Θέμελης" του ηλεκτρονικού περιοδικού "Αναγνώστης". Διηγήματα και μυθιστορήματα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Σήμερα, τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις "Πατάκη".
Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος γεννήθηκε το 1953 στην Αθήνα. Σπούδασε νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή στις βυζαντινές και νεοελληνικές σπουδές στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το 1980. Το επόμενο έτος εγκαταστάθηκε στην Αμερική, όπου από τότε σταδιοδρομεί ως καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας. Το 1999 έγινε ο πρώτος κάτοχος της έδρας C.P. Cavafy, στα τμήματα Κλασικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Michigan (ΗΠΑ). Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα κινούνται από τους προσωκρατικούς ως την ποιητική Γενιά του 2000, από τη λογοτεχνία ως τη φιλοσοφία και τη μουσική και από την "υψηλή" τέχνη ως τη "λαϊκή" κουλτούρα. Έχει γράψει και εκδώσει τα βιβλία: "Literature as National Institution: Studies in the Politics of Modern Greek Criticism" (1988), "The Rise of Eurocentricism: Anatomy of Interpretation" (1993) και "The Tragic Idea" (2006). Το επόμενο βιβλίο του έχει θέμα την επανάσταση ως τραγωδία στο Δυτικό θέατρο, από τους Ρομαντικούς ως τους Μεταποικιοκρατικούς. Έχει επιμεληθεί/συνεπιμεληθεί τα βιβλία: "The Text and Its Margins: Post-Structuralist Approaches to Twentieth-Century Greek Literature" (1985), "Twentieth-Century Literary Theory: An Introductory Anthology" (1987), καθώς και τα αφιερώματα "The Humanities as Social Technology" (περιοδικό "October", 1990) και "Ethical Politics" (περιοδικό "South Atlantic Quarterly", 1996). Συμμετέχει στη συντακτική επιτροπή πολλών επιστημονικών περιοδικών και σε άλλες επιτροπές επιστημονικών εταιρειών. Γράφει για θέματα ποίησης, μουσικής, φιλίας και πολιτικής στο ιστολόγιό του, https://poetrypiano.wordpress.com/, καθώς και για την τραγωδία της επανάστασης στο σύγχρονο δράμα, στην ιστοσελίδα http://tragedy-of-revolution.complit.lsa.umich.edu/. Είναι παντρεμένος με τη συνάδελφό του, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Michigan, Άρτεμη Λεοντή.
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973) Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη (που χρημάτισε και Πρόεδρος της Κοινότητας Μυκόνου για έξι μήνες το 1915) και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Πανάγο και τη Φρόσω. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα. Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της. Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε., εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος Απʼ τα χτες ως τα σήμερα στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά του Γιαννούλη Μπόνη. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, το Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό Χαραυγή (1946). Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, από όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος. Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Triolet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.). Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά. Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων. Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες. Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με το Ναζίμ Χικμέτ. Το 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή. Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της. Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου έζησε ως την άνοιξη του 1957. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα της. Μετά από ολιγόμηνη επ
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα