Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Αποστέλλεται την ίδια ή την επόμενη εργάσιμη
ISBN:
9789600509052
Κατηγορίες:
Φιλοσοφία | Κοινωνιολογία | Θρησκεία , Αρχαία Ελληνική Γραμματεία
Έτος κυκλοφορίας
Εκδότης
«Για δεύτερη φορά επιχειρώ να ερμηνεύσω και να σχολιάσω ένα αρχαίο κείμενο, αν και δεν είμαι κλασικός φιλόλογος. Την πρώτη φορά μεταφράζοντας 6 λόγους του Κικέρωνα, θέλησα κυρίως να δείξω πως η δημοτική προσαρμόζεται άνετα στο υψηλό ρητορικό ύφος. Δεν νομίζω πως στο σημείο αυτό προσθέτω πολλά με τούτο το δεύτερο δείγμα. Άλλοι είναι κυρίως οι λόγοι που με ξαναφέρνουν σε αυτού του είδους την ενασχόληση. Πρώτα η επιθυμία μου να καταστήσω προσιτά, με τον τρόπο μου, στον σύγχρονο Έλληνα μερικά από τα κορυφαία επιτεύγματα της ελληνικής ρητορικής τέχνης και γενικά του ελληνικού λόγου. (...) Θα ήθελα ακριβώς στα μάτια των νεότερων αυτών Ελλήνων να αποκαταστήσω τον ρητορικό λόγο και να τον διαστείλω από αυτό που γύρω τους θεωρείται ακόμη από τους πολλούς ρητορική, αντιπαραθέτοντας τα αυστηρά και απέριττα κείμενα του Δημοσθένη στα γύρω τους αλαλάζοντα κύμβαλα. (...) Αλλά απέβλεψα και σε έναν άλλο στόχο. Όπως και με τον Κικέρωνα, ήθελα να φωτίσω μιαν ιστορική περίοδο γεμάτη διδάγματα για τον σύγχρονο άνθρωπο. Παίρνοντας ως παράδειγμα τον Δημοσθένη και την εποχή του, επιχειρώ να φωτίσω, κατά τον τρόπο μου πάντα, μερικά προβλήματα πολιτικής δεοντολογίας, που όχι μόνο στα χρόνια του Δημοσθένη στάθηκαν κρίσιμα, αλλά ακόμα σήμερα ανακύπτουν βασανιστικά για την ανθρωπότητα. (...) Τέλος, υπάρχουν μερικές συναρτήσεις γεγονότων, που πολύ συχνά στην ιστορία επαναλαμβάνονται με μικρές, στην επιφάνεια, παραλλαγές. Μερικές τέτοιες συναρτήσεις της εποχής της δική μας τις συναντούμε, σε μια καθαρότατη μορφή, στην ελληνική ιστορία του 4ο π.Χ αιώνα. Ο κάθε στοχαστικός αναγνώστης, καθώς θα τις αναγνωρίζει σε τούτο το βιβλίο, θα διδαχθεί αρκετά για τις σύγχρονες δημοκρατίες του Δυτικού κόσμου, και θα βρίσκει, ελπίζω, εφόδια για να χαράζει, με περισσότερη ασφάλεια, την πορεία του στο ημίφωτο των αδιαμόρφωτων και αλληλοσυγκρουόμενων θεωριών που τώρα τις κλυδωνίζουν».
[Απόσπασμα από σημείωμα μεταφραστή]
Κωνσταντίνος Τσάτσος (1899-1987). Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος γεννήθηκε στην Αθήνα, πρωτότοκος γιος του δικηγόρου και πολιτικού Δημητρίου Τσάτσου και της Θεοδώρας το γένος Ευστρατιάδη με καταγωγή από την Τεργέστη. Είχε έναν μικρότερο αδερφό τον Θεμιστοκλή. Μαθήτευσε στο σχολαρχείο Μακρή, το β΄ γυμνάσιο Νεαπόλεως και το Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως. Παράλληλα έκανε μαθήματα στο σπίτι του με τον Jules Basset, ο οποίος τον έστρεψε προς τη λογοτεχνία και φίλος από τα παιδικά του χρόνια με τον ποιητή Αλέξανδρο Εμπειρίκο. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1914-1918). Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στο Παρίσι στην ελληνική αποστολή στο Συνέδριο Ειρήνης υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1920-1923) συνδέθηκε φιλικά με τον Κωστή Παλαμά. Το 1924 παντρεύτηκε τη Λιλή Ζαρίνη · ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ. Από το 1924 ως το 1928 σπούδασε φιλοσοφία και φιλοσοφία του δικαίου στη Χαϊδελβέργη και επηρεάστηκε κυρίως από τον καθηγητή του Heinrich Rickert. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ανέλαβε το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του και το 1929 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Νομικής Σχολής με θέμα της διδακτορικής του διατριβής Η Νομική ως τεχνική και επιστήμη και πήρε μέρος στην ίδρυση του περιοδικού - οργάνου της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας "Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας Επιστημών" από κοινού με τους Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο (η μακρόχρονη φιλία του Τσάτσου με τους οποίους είχε ξεκινήσει στη Χαϊδελβέργη) και Μιχάλη Τσαμαδό. Το 1930 παντρεύτηκε την Ιωάννα Σεφεριάδη, με την οποία απέκτησε δυο κόρες τη Δέσποινα και τη Θεοδώρα. Την ίδια χρονιά εκλέχτηκε υφηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα της υφηγεσίας του Φιλοσοφία και επιστήμη του Δικαίου. Δυο χρόνια αργότερα διορίστηκε έκτακτος καθηγητής στη νεοϊδρυθείσα τότε έδρα Εισαγωγής στην Επιστήμη του Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δικαίου και εξέδωσε το σύγγραμμα "Το πρόβλημα της ερμηνείας του Δικαίου". Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά απορρίφτηκε πρόταση για εκλογή του σε τακτικό καθηγητή και ο Τσάτσος εξορίστηκε στη Σκύρο (1939) και τις Σπέτσες (1940). Μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το καθεστώς αρνείται να δεχτεί το αίτημά του να καταταγεί εθελοντικά και τον τοποθετεί (μαζί με τους Ι.Κακριδή και Ι. Θεοδωρακόπουλο) στην Πνευματική Επιστράτευση του Πολέμου. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος σε ομάδα φυγάδευσης ελλήνων και άγγλων αξιωματικών και στις οργανώσεις ΕΟΧΑ, ΕΚΚΑ και Σοσιαλιστική Ένωση (βραχύβια πολιτική οργάνωση με αντιβασιλικό και αντικομουνιστικό προσανατολισμό). Παύτηκε από τη θέση του στο πανεπιστήμιο και διώχτηκε όταν την παραμονή της 28ης Οκτωβρίου 1941 μέσα στο αμφιθέατρο κήρυξε την επομένη ημέρα εθνική επέτειο ελευθερίας. Από το 1944 ως το 1945 διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος της εξόριστης κυβέρνησης Τσουδερού. Στην Ελλάδα επέστρεψε μετά την απελευθέρωση και το 1946 παραιτήθηκε από το πανεπιστήμιο. Διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών και Προνοίας (1945), βουλευτής Αθηνών (1946), υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1949-50), υφυπουργός Συντονισμού (1950-1951), υπουργός Προεδρίας (1956-1961), υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας (1962-1963), υπουργός Δικαιοσύνης (1967), υπουργός Πολιτισμού (1974), πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1975). Το 1953 ταξίδεψε στις Η.Π.Α., όπου δίδαξε για δυο χρόνια στο ελεύθερο πανεπιστήμιο του Ευάγγελου Παπανούτσου Αθήναιον. Υπήρξε συνιδρυτής της ΕΡΕ. Το 1961 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1965 πρόεδρός της. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου συμμετείχε στην έκδοση της "Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους" της Εκδοτικής Αθηνών. Το 1975 από τη θέση του Προέδρου Επιτροπής του Συντάγματος διέταξε το κάψιμο των φακέλων πολιτικών φρονημάτων των υπαλλήλων του Υπουργείου Πολιτισμού που είχε συντάξει το δικτατορικό καθεστώς. Υπήρξε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου της Σορβόννης, ξένος εταίρος της Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού (1979), ξένος εταίρος της Βασιλικής Ακαδημίας του Μαρόκκου και της Ακαδημίας της Ρουμανίας (1980), μέλος της Ευρωπαϊ
Κωνσταντίνος Τσάτσος (1899-1987). Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος γεννήθηκε στην Αθήνα, πρωτότοκος γιος του δικηγόρου και πολιτικού Δημητρίου Τσάτσου και της Θεοδώρας το γένος Ευστρατιάδη με καταγωγή από την Τεργέστη. Είχε έναν μικρότερο αδερφό τον Θεμιστοκλή. Μαθήτευσε στο σχολαρχείο Μακρή, το β΄ γυμνάσιο Νεαπόλεως και το Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως. Παράλληλα έκανε μαθήματα στο σπίτι του με τον Jules Basset, ο οποίος τον έστρεψε προς τη λογοτεχνία και φίλος από τα παιδικά του χρόνια με τον ποιητή Αλέξανδρο Εμπειρίκο. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1914-1918). Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στο Παρίσι στην ελληνική αποστολή στο Συνέδριο Ειρήνης υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1920-1923) συνδέθηκε φιλικά με τον Κωστή Παλαμά. Το 1924 παντρεύτηκε τη Λιλή Ζαρίνη · ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ. Από το 1924 ως το 1928 σπούδασε φιλοσοφία και φιλοσοφία του δικαίου στη Χαϊδελβέργη και επηρεάστηκε κυρίως από τον καθηγητή του Heinrich Rickert. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ανέλαβε το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του και το 1929 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Νομικής Σχολής με θέμα της διδακτορικής του διατριβής Η Νομική ως τεχνική και επιστήμη και πήρε μέρος στην ίδρυση του περιοδικού - οργάνου της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας "Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας Επιστημών" από κοινού με τους Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο (η μακρόχρονη φιλία του Τσάτσου με τους οποίους είχε ξεκινήσει στη Χαϊδελβέργη) και Μιχάλη Τσαμαδό. Το 1930 παντρεύτηκε την Ιωάννα Σεφεριάδη, με την οποία απέκτησε δυο κόρες τη Δέσποινα και τη Θεοδώρα. Την ίδια χρονιά εκλέχτηκε υφηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα της υφηγεσίας του Φιλοσοφία και επιστήμη του Δικαίου. Δυο χρόνια αργότερα διορίστηκε έκτακτος καθηγητής στη νεοϊδρυθείσα τότε έδρα Εισαγωγής στην Επιστήμη του Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δικαίου και εξέδωσε το σύγγραμμα "Το πρόβλημα της ερμηνείας του Δικαίου". Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά απορρίφτηκε πρόταση για εκλογή του σε τακτικό καθηγητή και ο Τσάτσος εξορίστηκε στη Σκύρο (1939) και τις Σπέτσες (1940). Μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το καθεστώς αρνείται να δεχτεί το αίτημά του να καταταγεί εθελοντικά και τον τοποθετεί (μαζί με τους Ι.Κακριδή και Ι. Θεοδωρακόπουλο) στην Πνευματική Επιστράτευση του Πολέμου. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος σε ομάδα φυγάδευσης ελλήνων και άγγλων αξιωματικών και στις οργανώσεις ΕΟΧΑ, ΕΚΚΑ και Σοσιαλιστική Ένωση (βραχύβια πολιτική οργάνωση με αντιβασιλικό και αντικομουνιστικό προσανατολισμό). Παύτηκε από τη θέση του στο πανεπιστήμιο και διώχτηκε όταν την παραμονή της 28ης Οκτωβρίου 1941 μέσα στο αμφιθέατρο κήρυξε την επομένη ημέρα εθνική επέτειο ελευθερίας. Από το 1944 ως το 1945 διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος της εξόριστης κυβέρνησης Τσουδερού. Στην Ελλάδα επέστρεψε μετά την απελευθέρωση και το 1946 παραιτήθηκε από το πανεπιστήμιο. Διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών και Προνοίας (1945), βουλευτής Αθηνών (1946), υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1949-50), υφυπουργός Συντονισμού (1950-1951), υπουργός Προεδρίας (1956-1961), υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας (1962-1963), υπουργός Δικαιοσύνης (1967), υπουργός Πολιτισμού (1974), πρώτος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1975). Το 1953 ταξίδεψε στις Η.Π.Α., όπου δίδαξε για δυο χρόνια στο ελεύθερο πανεπιστήμιο του Ευάγγελου Παπανούτσου Αθήναιον. Υπήρξε συνιδρυτής της ΕΡΕ. Το 1961 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1965 πρόεδρός της. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου συμμετείχε στην έκδοση της "Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους" της Εκδοτικής Αθηνών. Το 1975 από τη θέση του Προέδρου Επιτροπής του Συντάγματος διέταξε το κάψιμο των φακέλων πολιτικών φρονημάτων των υπαλλήλων του Υπουργείου Πολιτισμού που είχε συντάξει το δικτατορικό καθεστώς. Υπήρξε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου της Σορβόννης, ξένος εταίρος της Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού (1979), ξένος εταίρος της Βασιλικής Ακαδημίας του Μαρόκκου και της Ακαδημίας της Ρουμανίας (1980), μέλος της Ευρωπαϊ