Διηγήματα
zoom in

Το έργο του Δημοσθένη Βουτυρά υπήρξε πρωτοποριακό. Για τα δεδομένα της ελληνικής λογοτεχνίας και, όχι τυχαία, θεωρείται ο εισηγητής του ρεαλιστικού διηγήματος στην Ελλάδα. Γεννημένος στην Πόλη έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στον Πειραιά και για το λόγο αυτό, αλλά και επειδή στα διηγήματά του ζωντανεύουν οι άνθρωποι, η ζωή και η ατμόσφαιρα του μεγάλου λιμανιού, θεωρείται πειραιώτης πεζογράφος. Στα γράμματα πρωτοεμφανίζεται ως διηγηματογράφος το 1902, αλλά ουσιαστικά γνωστός γίνεται το 1926. Στη δεκαετία 1920-1930, ο Δημοσθένης Βουτυράς βρίσκεται στο επίκεντρο του λογοτεχνικού ενδιαφέροντος και ασκεί ισχυρή επίδραση στην πεζογραφία μας. Τα θέματα που πραγματεύεται μας παρασταίνουν ανάγλυφα το μικροαστικό και εργατικό κόσμο των πόλεων της εποχής του. Οι φτωχογειτονιές και οι απόμερες συνοικίες είναι ο χώρος που κινείται, ενώ, οι ήρωές του είναι άνθρωποι αποτυχημένοι και κατατρεγμένοι που ζουν μοιρολατρικά μια άχαρη ζωή. Η παραγωγή του υπήρξε πληθωρικότατη, αλλά πάντα ατημέλητη και ανεξέλικτη, γεγονός που οδήγησε σε ποικίλες και αντιφατικές αποτιμήσεις του έργου του. Από τις 32 συλλογές διηγημάτων που έγραψε ο Βουτυράς στην παρούσα έκδοση περιλαμβάνονται τα: «Ο Λαγκάς και άλλα διηγήματα» 1915, «Παπάς ειδωλολάτρης και άλλα διηγήματα» 1920, «Οι Αλανιάρηδες» 1921, «Ζωή αρρωστεμένη και άλλα διηγήματα» 1921.


[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]

Δημοσθένης Βουτυράς

Δημοσθένης Βουτυράς (Συγγραφέας)

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ (1872-1958) Ο Δημοσθένης Βουτυράς, γιος του συμβολαιογράφου Νικολάου Βουτυρά και της Θεώνης το γένος Παπαδή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια και ο πατέρας του εργαζόταν ως δάσκαλος. Μετά από μερικά χρόνια εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του διορίστηκε ως συμβολαιογράφος. Εκεί τέλειωσε το Δημοτικό και ξεκίνησε τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο, την οποία όμως διέκοψε, καθώς παρουσίασε κρίσεις επιληψίας. Η ιδιαιτερότητά του προκάλεσε την υπερπροστατευτικότητα των γονιών του και έτσι πέρασε τα εφηβικά χρόνια χωρίς στερήσεις. Παρακολούθησε μαθήματα μουσικής, ξιφασκίας, γράφτηκε στη Σχολή Μαχαιριάδη, τα διέκοψε όλα όμως λόγω της ιδιοσυγκρασίας του. Το 1900 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο των γραμμάτων δημοσιεύοντας ένα άρθρο στην καθαρεύουσα στο περιοδικό του Πειραιά Χρονογράφος και ένα στο Περιοδικόν μας του Γεράσιμου Βώκου (με τον οποίο ακολούθησε σταθερή συνεργασία). Γύρω στο 1902 ο πατέρας του εγκατέλειψε την εργασία του και ασχολήθηκε με οικοδομικές επιχειρήσεις. Στο εργοστάσιο σιδηρουργίας που έχτισε εργάστηκε αρχικά και ο Δημοσθένης. Στην περίοδο αυτή τοποθετείται η δημοσίευση του διηγήματος Ο Λαγκάς που έγινε δεκτό με επαινετικά σχόλια από τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο (1903). Ακολούθησαν νέες δημοσιεύσεις έργων του σε λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ άλλων και στα Παναθήναια. Γύρω στο 1904 παντρεύτηκε τη Μπετίνα Φέξη, με την οποία απέκτησε μερικά χρόνια αργότερα δυο κόρες. Η ζωή του άλλαξε δραματικά μετά την οικονομική καταστροφή και την αυτοκτονία του πατέρα του το 1905. Προσπάθησε να αναλάβει τη συνέχιση της επιχείρησης, απέτυχε όμως και την οδήγησε στην ολοκληρωτική πτώχευση. Δυο χρόνια αργότερα μετακόμισε με τη σύζυγό του στο Κουκάκι και στράφηκε στην επαγγελματική πεζογραφία, πουλώντας διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Η καταξίωσή του ως πεζογράφου προήλθε αρχικά από τον ελληνισμό της Διασποράς, συγκεκριμένα από την Αλεξάνδρεια. Μετά το 1920 άρχισε να γίνεται γνωστός και στην Αθήνα. Η πορεία του ήταν ανοδική και μέχρι το 1923, οπότε τιμήθηκε με το Αριστείο των γραμμάτων και των Τεχνών, είχαν τυπωθεί ήδη δέκα βιβλία του. Λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής του ανέχειας ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή σχολικών συγγραμμάτων σε συνεργασία με τον Μ.Παπαμιχαήλ, η προσπάθεια όμως ναυάγησε καθώς το αναγνωστικό της τρίτης δημοτικού που ολοκλήρωσαν καταργήθηκε από τη δικτατορία του Παγκάλου. Συνέχισε να ζει από τη συγγραφή και το 1931 τιμήθηκε με το Αριστείο του Δήμου Πειραιώς. Λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία πρόλαβε να γιορτάσει τα σαράντα χρόνια της λογοτεχνικής του δράσης στην ταβέρνα Μπογράκου στην Κυψέλη, όπου σύχναζε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε υπέρ της Αντίστασης. Μετά το τέλος του Εμφυλίου, σε ηλικία 80 χρόνων δημοσίευσε το Αργό Ξημέρωμα. Ως το θάνατό του έζησε κατάκοιτος, φτωχός και παραγνωρισμένος από την κρατική εξουσία (η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε την πρόταση για υποψηφιότητά του σε δυο συνεχείς εκλογές). Πέθανε το 1954. Το πεζογραφικό έργο του Βουτυρά, σχεδόν αποκλειστικά διηγηματικό, εντάσσεται στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού και οριοθετεί το πέρασμα από την ηθογραφία στην αστική πεζογραφία. Ως μόνιμο θέμα του κυριαρχεί η ζωή των περιθωριακών (λούμπεν) ομάδων της Αθήνας και του Πειραιά. Έχοντας ζήσει κοντά τους ο Βουτυράς περιέγραψε τη ζωή και την ψυχοσύνθεσή τους με έντονα ζοφερά χρώματα και καταθλιπτικό ύφος, παρουσιάζοντας ωστόσο και μια τάση προς την ουτοπία. Παράλληλα απεικόνισε την άρνηση των ομάδων αυτών να ενταχτούν στην οργανωμένη κοινωνία, άρνηση η οποία αποτυπώθηκε και στην άναρχη δομή των έργων του, σε κάποια από τα οποία συναντούμε επίσης στοιχεία μεταφυσικής και επιστημονικής φαντασίας, τα οποία λειτουργούν συμβολικά. Για αναλυτικότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημοσθένη Βουτυρά βλ. Βασαρδάνη Βέρα, «Δημοσθένης Βουτυράς», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.280-322. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Ζήρας Αλέξ., «Βουτυράς Δημοσθένης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984, Πολιτάρ
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα

Εκδότης:
Τόπος Έκδοσης:
Αθήνα
Τόμος:
1
Δέσιμο:
Σκληρόδετο
Σελίδες:
271
Διαστάσεις:
20x14
Βάρος:
0.469 κιλά

Αξιολογήσεις

Γράψε μια αξιολόγηση