Ο φιλέλληνας βυζαντινολόγος August Heisenberg (1869-1930), ακολουθώντας τα ίχνη του Γεωργίου Χατζιδάκι και του Νικολάου Πολίτη, πραγματεύεται εδώ το ζήτημα των διαλέκτων της καθομιλουμένης ελληνικής. Καταγράφει δημοτικά τραγούδια και πεζά (μύθους) και τεκμηριώνει τη συνάφεια της νεοελληνικής με τη βυζαντινή γλώσσα, ανασκευάζοντας έτσι για άλλη μία φορά τις θεωρίες του Φαλλμεράυερ, αλλά εντοπίζει και επιρροές από την τουρκική και την ιταλική. Ο Γερμανός επιστήμονας εξήγαγε τα συμπεράσματά του από έρευνα πεδίου που διεξήγαγε μεταξύ των περίπου 6.500 στρατιωτών του ελληνικού Δ? Σώματος Στρατού, που βρίσκονταν αιχμάλωτοι στο Gorlitz στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Σεπτέμβριος 1916 - Φεβρουάριος 1919). Οι στρατιώτες προέρχονταν τόσο από τις "Παλαιές" όσο και από τις "Νέες Χώρες", που είχε ενσωματώσει η Ελλάδα με τους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά και από τη Μικρά Ασία και συνεπώς, κατά τον συγγραφέα, αποτελούσαν ικανό γλωσσολογικό δείγμα για τη μελέτη της "ζωντανής" γλώσσας. Ο Heisenberg κατέφθασε στο Gorlitz ως επικεφαλής μιας φωνογραφικής επιτροπής και ηχογράφησε λεπτομερώς, σε εβδομήντα δίσκους των 78 στροφών, τις "φωνές" του ελληνικού λαού. Το παρόν βιβλίο βασίζεται σε πανηγυρικό λόγο, που εκφώνησε ο συγγραφέας σε ανοικτή συνεδρία της βασιλικής Ακαδημίας των Επιστημών του Μονάχου στις 29 Μαΐου 1918, επέτειο Άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Η έκδοση περιλαμβάνει ευρετήριο γερμανικών και ελληνικών κυρίων ονομάτων, τόπων και γλωσσικών όρων.