Βγήκα στην είσοδο του ξενοδοχείου να πάρω αέρα. Πριν βγω βουτάω ένα από τα Prince του Νίκου, από τα πολλά πακέτα που είχε σκόρπια εκεί τριγύρω. Μαζί με τον μαύρο Zippo αναπτήρα που επίσης φιγουράριζε μονίμως στον πάγκο πίσω από τη ρεσεψιόν. Σπανιότατα κάπνιζα. Απλά για κάποιο λόγο, τη στιγμή εκείνη ήθελα να βγω στην είσοδο, να τραβήξω λίγες ρουφηξιές καπνό και να χαζέψω το παρκάκι. Εξάλλου σε λίγο θα ανέβαινε να με αντικαταστήσει. Προσπαθούσα να μαντέψω τα λόγια του. «Όσο και να καπνίζεις μικρέ, άντρας δε θα γίνεις» ή κάτι αντίστοιχο. Γέλασα ασυναίσθητα, μόνος στο πεζούλι της εισόδου. Και καθώς κοιτούσα τα ολάνθιστα δέντρα στο παρκάκι, ένιωσα μια αιφνίδια, ανεξήγητη γαλήνη. Από τις σπάνιες εκείνες στιγμές όπου τα πάντα μοιάζουν να «κουμπώνουν» μεταξύ τους και για λίγο, πολύ λίγο, όσο διαρκεί ένα πετάρισμα των ματιών, νιώθουμε σε αρμονία με τον κόσμο γύρω μας. Και καθώς το χαμόγελο παρέμενε ακόμη αποτυπωμένο στο πρόσωπό μου, μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου και με αγκάλιασε τρυφερά, σαν τη ζεστή βραδιά που ερχόταν. Πως αγαπώ βαθιά τους ανθρώπους που περνάνε χρόνο, ώρες ολόκληρες να μου μιλάνε. Τους αγαπώ άσχετα με το τι λένε…
Τι κοινό έχει ο Έλβις με έναν μοναχικό ντέντεκτιβ στο Παρίσι; Ποια η σχέση μεταξύ μιας νεαρής κοπέλας στο Αμβούργο και δύο φίλων που ρεμβάζουν στην αυγουστιάτικη Αθήνα δέκα χρόνια πριν; Τι μπορεί να συνδέει έναν ρεσεψιονίστα στο Λονδίνο με έναν ποδηλάτη που γυρεύει να μάθει τι γίνονται οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν; Έξι ανεξάρτητες και αυτοτελείς ιστορίες. Χωρίς απαραίτητα happy end. Αλλά όλες τους με χαρακτήρες ανθρώπινους, ευάλωτους, σε διαρκή αναζήτηση ενός νοήματος. Και μια βαθιά λαχτάρα για επαφή, που συνδέει σαν νήμα όλες τις ιστορίες μεταξύ τους .