Τα μονοκάναλα έργα βιντεοτέχνης της έκθεσης μπορούν να κατανοηθούν στον ευρύ ορίζοντα των μεταφορμαλιστικών και μεταμινιμαλιστικών τάσεων, όπως διαμορφώθηκαν κατά τις δεκαετίες ʼ60, ʼ70 και ʼ80, οπότε επιστρέφουν στην πραγματικότητα για να διερευνήσουν κριτικά, στοχαστικά και ποιητικά την ανθρώπινη υπόσταση μέσα στο πλέγμα των κοινωνικών, επικοινωνιακών, υπαρξιακών και διαπολιτισμικών σχέσεων.
Το βίντεο, ένα νέο μέσο εγγραφής που στη δεκαετία του ʼ60 παίρνει τη θέση του δίπλα στο κινηματογραφικό φιλμ, για να το αντικαταστήσει ολοκληρωτικά στη συνέχεια, με τις πολλαπλές δυνατότητές του προσφερόταν ιδιαίτερα στη χρήση αλλά και στην εξάρθρωση πολλών κωδίκων συγχρόνως, ανάμεσα στους οποίους η εικόνα, τηλεοπτική και μη, ο προφορικός και γραπτός λόγος, η φωνή, ο ήχος και η κοινή τους μήτρα, η σιωπή, έδωσαν την ευκαιρία για νέα και πολυσήμαντα οπτικοακουστικά έργα. Από μέσο καταγραφής το βίντεο έγινε στα χέρια των εικαστικών καλλιτεχνών ένα εξαιρετικά ευέλικτο εκφραστικό όργανο. Μέσα από τον υβριδικό χαρακτήρα των παραγόμενων έργων, στα οποία διασταυρώνονται ζωγραφική, γλυπτική, μουσική, θεατρικότητα και κινηματογραφική αφήγηση, αναγνωρίζει κανείς τους προβληματισμούς της σύγχρονης αισθητικής σκέψης σχετικά με την αντιστοιχία των τεχνών του χώρου και του χρόνου, αλλά και την πραγμάτωση του αιτήματος για τη σύνθεση των τεχνών και την ολική τέχνη, όπως ετέθη από τον Καντίνσκυ στις απαρχές του μοντερνισμού.