[set]
Στον τόμο αυτό, με ποιήματα από το 1943-1956, ο Κοτζιούλας ακολουθεί το δικό του μοναχικό δρόμο. Στην περίοδο αυτή, που προσδιορίζεται από την Εθνική Αντίσταση, τον εμφύλιο και την ήττα της αριστερής παράταξης με τα συνεπακόλουθά της, η ποίηση του Κοτζιούλα γίνεται πιο δυναμική, μαχητική, ρωμαλέα. Είναι η εποχή που ο ποιητής εντάσσεται στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και είναι από τους λίγους διανοούμενους που ακολουθούν τους αντάρτες, αντάρτης κι αυτός με την πένα του. Έχοντας λοιπόν προσωπική συμμετοχή ως ιδρυτής της "Λαϊκής Σκηνής" κι ως σύντροφος των πολεμιστών της αντίστασης ενάντια στους καταχτητές, καταγίνεται να περιγράφει και να υμνήσει τα κατορθώματα, τις περιπέτειες, τα παθήματα, τη δράση, τους χαρακτήρες και το χαμό τους. Καπεταναίοι, όπως ο Βελουχιώτης, αλλά και απλοί μαχητές του αγώνα, με τους στίχους του, υφώνονται σε σύμβολα αγωνιστών αντάξιων των κλεφτών κι αρματολών του `21. Γοητεύεται, θαυμάζει, παρακινεί, υμνεί, δοξάζει, απογοητεύεται, κρίνει, θρηνεί. Η ποίησή του γίνεται πλέον επική. Στα έπη του αυτά διακρίνεται το πάθος και η πίστη του στον αγώνα για εθνική και κοινωνική απελευθέρωση. Κι ο στίχος του, από μελωδικός που ήταν ως τότε, γίνεται στιβαρός, άμεσος, λιτός, δωρικός για να συνταιριαστεί με το περιεχόμενό του.
Τα χρόνια του εμφυλίου και των δεινών που ακολουθούν, ο Κοτζιούλας, ραψωδός της ηττημένης παράταξης, με θλίψη, πίκρα και πόνο, κλαίγοντας για τους συντρόφους που χάθηκαν, χωρίς να παύει να μάχεται και να κρίνει καταστάσεις και πρόσωπα, μέσα απ` το το καταφύγιο που αγαπά, την ποίησή του, επιστρέφει για να βρει τη δύναμη του στις ρίζες του, τη φυγή στη φύση και τη θύμηση της πατρίδας του, με ποίηση λυρική και συνάμα δυναμικά ανανεωτική. Οι τελευταίες δοξαριές αυτού του ευαίσθητου και πάμπτωχου λαϊκού λαλητή με τη λόγια Παιδεία είναι τραγούδια χαράς κι ελπίδας, που ενέπνευσαν ο γάμος του κι ο ερχομός του γιου του.
Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956). Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στην Πλατανούσα (Ραψίστα) της Ηπείρου. Ο πατέρας του ήταν ταχυδρομικός διανομέας. Τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο στη γενέτειρά του, το Σχολαρχείο στο Καλέντζι Ιωαννίνων και το Γυμνάσιο στην Άρτα. Το 1926 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα με τις σπουδές του εργαζόταν ως διορθωτής και μεταφραστής σε αθηναϊκά περιοδικά και εφημερίδες. Λόγω των δύσκολων συνθηκών εργασίας του προσβλήθηκε από φυματίωση το 1934, αρρώστια που τον ταλαιπώρησε στην υπόλοιπη ζωή του. Νοσηλεύτηκε για μικρά χρονικά διαστήματα στην Πάρνηθα, την Πεντέλη και την Αθήνα, κυρίως όμως έμενε σε φίλους, καθώς συχνά παρέμενε άστεγος. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά διώχτηκε λόγω της αριστερής του δράσης και το 1940 επέστρεψε στη γενέτειρά του. Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση και έδρασε στον ΕΛΑΣ, όπου οργάνωσε το καλλιτεχνικό τμήμα και πήρε μέρος στην ίδρυση του θιάσου "Λαϊκή Σκηνή", με τον οποίο περιόδευσε στα ελληνικά χωριά. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1945, παντρεύτηκε και απέκτησε ένα γιο. Πέθανε στην Αθήνα από καρδιακή προσβολή. Στο χώρο των γραμμάτων πρωτοεμφανίστηκε το 1924 με τη δημοσίευση στίχων στην "Ηπειρωτική Ηχώ" των Ιωαννίνων, καθοριστική όμως για την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία ήταν η εμφάνισή του στο περιοδικό "Μπουκέτο". Ακολούθησαν συνεργασίες του με περιοδικά όπως η "Οικογένεια", η "Πνοή", τα "Ελληνικά Γράμματα", η "Νέα Εστία", ο "Λόγος", ο "Ρυθμός", τα "Νεοελληνικά Γράμματα", η "Πνευματική Ζωή", τα "Νέα Φύλλα", η "Ποιητική Τέχνη". Το 1932 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Εφήμερα". Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία, το δοκίμιο, την κριτική και το θέατρο (την περίοδο του αγώνα του κατά τη διάρκεια του εμφυλίου έγραψε θεατρικά έργα για το θίασο της Λαϊκής Σκηνής ("Ξύπνα ραγιά", "Ο κομματάρχης", "Το πρόστιμο του δασικού"). Η ποίηση του Γιώργου Κοτζιούλα τοποθετείται χρονικά στην ανανεωτική ποίηση του μεσοπολέμου, στην ουσία όμως συνεχίζει την παράδοση της αμέσως προηγούμενής του ποιητικής γενιάς κινούμενη στα χνάρια του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού όπως εκφράστηκαν μέσα από την παραδοσιακή στιχουργική ποιητών όπως ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Κώστας Καρυωτάκης και ο Τέλλος Άγρας. Η γραφή του ακολούθησε μια εξελικτική πορεία από το πνεύμα της νοσηρότητας και της ειρωνικής διάθεσης σε ένα ρεαλιστικότερο και πιο βιωματικό κλίμα, κυρίως μετά την ένταξή του στον ΕΛΑΣ και την στράτευσή του στην κομμουνιστική ιδεολογία. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιώργου Κοτζιούλα βλ. Γιώργος Παιδαρος, "Κοτζιούλας Γιώργος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 9, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. [1968], Κώστας Στεργιόπουλος (επιμέλεια), "Γιώργος Κοτζιούλας", στο "Η ελληνική ποίηση· η ανανεωμένη παράδοση", Σοκόλης, 1980, Αλέξανδρος Αργυρίου, "Κοτζιούλας Γιώργος", στο "Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό", τ. 5, Εκδοτική Αθηνών, 1986.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα