"...Σας δίνω όρκο, πως εγώ, που έφυγα μονός απ` το στρατόπεδο, βρέθηκα ξαφνικά διπλός στη Θήβα, πως με αντίκρισα εδώ με γουρλωμένα μάτια, πως ο Εγώ που τώρα στέκεται μπροστά σας, πτώμα απ` την κούραση κι από την πείνα, βρήκε τον άλλο Εγώ, που βγήκε απ` το σπίτι φρέσκος-φρέσκος κι ήταν θηρίο ανήμερο· πως και οι δύο αυτοί Εγώ, γεμάτοι ζήλο να εκτελέσουν ο καθένας χωριστά τη διαταγή σας, αμέσως έστησαν καυγά, ώσπου ο Εγώ εγώ αναγκάστηκε να καταφύγει πάλι στο στρατόπεδο, γιατί φέρθηκε ανόητα, σα γάιδαρος."
Αναγνωρισμένος σήμερα ως ο πιο "σύγχρονος" και πιο πολυδιάστατος Γερμανός κλασικός δραματουργός και ως ο συγγραφέας οκτώ αριστουργηματικών διηγημάτων, ο Heinrich von Kleist (Χάινριχ φον Κλάιστ) δεν είδε παρά μόνο ένα από τα έργα του στη σκηνή και η κακή φήμη τον κυνηγούσε σχεδόν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, κυρίως λόγω της σκανδαλώδους αυτοκτονίας του.
Από το θριαμβευτικό ανέβασμα του "Πρίγκιπα του Χόμπουργκ" από τον Ζαν Βιλάρ το 1951, τα έργα του Κλάιστ έπαιρναν όλο και περισσότερο τα πρωτεία στη σκηνική παρουσίαση των κλασικών γερμανικών έργων.
Ο Heinrich von Kleist (Χάινριχ φον Κλάιστ) γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1777 στη μικρή πόλη της Φρανκφούρτης-πάνω-στον-Όντερ. Οι γονείς του πέθαναν όταν ο Κλάιστ ήταν ακόμη μικρός και μια θεία του ανέλαβε την ανατροφή του. Το 1788 ο Κλάιστ στάλθηκε σε οικοτροφείο και σε ηλικία 14 ετών κατατάχτηκε στη Φρουρά του Πότσνταμ. Έμεινε στο στρατό μέχρι το 1799. Το 1801 ο Κλάιστ πήγε στο νησί Ντελοζέα στην ελβετική λίμνη Τουν. Εκεί γνώρισε μια σύντομη περίοδο ευτυχίας, αρκετή για να ολοκληρώσει το πρώτο του θεατρικό έργο, "Οικογένεια Γκόνορετς", που στη συνέχεια το έβαλε να διαδραματίζεται στη Γερμανία και του έδωσε τον τίτλο "Οικογένεια Στρόφενσταϊν" (1803). Με τη συγγραφή θεατρικών έργων ασχολήθηκε από το 1803 μέχρι το 1811: "Η οικογένεια Στρόφενσταϊν", 1803, "Η σπασμένη στάμνα", 1806, "Αμφιτρύων", 1807, "Πενθεσίλεια", 1807, "Το Κατερινάκι του Χάιλμπρον", 1807, "Η μάχη του Χέρμαν", 1808, και "Πρίγκιπας Φρειδερίκος του Χόμπουργκ", 1811. Έγραψε διηγήματα και νουβέλες από το 1806 έως το 1811: "Ο σεισμός στη Χιλή", 1807, "Η Μαρκησία του Ο...", 1808, "Μίχαελ Κολχάας", "Η ζητιάνα του Λοκάρνο", 1810, "Ο έκθετος", "Αρραβωνιάσματα στον Άγιο Δομήνικο", "Η Αγία Καικιλία ή η δύναμη της μουσικής" και "Η μονομαχία", 1811. Το 1807 ο Κλάιστ ξεκίνησε ένα μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό, τον "Φοίβο". Ήταν το όχημα για τη δημοσίευση αποσπασμάτων των έργων του, αλλά μια σειρά από αντιξοότητες ακολούθησε την περίοδο της καλοτυχίας. Παρόλο που ο Γκαίτε συμφώνησε ν΄ ανεβάσει τη "Σπασμένη στάμνα", απέρριψε την "Πενθεσίλεια". Επιπλέον η "Σπασμένη στάμνα" απέτυχε στη σκηνή της Βαϊμάρης, οι σχέσεις μεταξύ Γκαίτε και Κλάιστ έγιναν τεταμένες και ο "Φοίβος" έκλεισε τον Δεκέμβριο του 1808. Την περίοδο κατάθλιψης ακολούθησε ένας ανανεωμένος ενθουσιασμός. Το 1810 εξέδωσε την πρώτη ημερήσια πρωσική εφημερίδα "Berliner Abendblatter", η οποία όμως έκλεισε τον Μάρτιο του 1811. Στην "Berliner Abendblatter" δημοσιεύθηκαν μερικά από τα διηγήματά του όπως το "Η Αγία Καικιλία ή η δύναμη της μουσικής" και σημαντικά δοκίμια, με κυριότερο το "Σχετικά με το θέατρο των μαριονετών", 1810. Το κλείσιμο της εφημερίδας του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Στράφηκε πάλι στο θέατρο, αλλά κανείς δεν ήταν πρόθυμος ν΄ ανεβάσει έργο του. Τότε έτυχε να συναντήσει τη Χενριέτε Φόγκελ, μια παντρεμένη γυναίκα που έπασχε από ανίατο καρκίνο. Προδίδοντας τη σύζυγό του, Μαρί φον Κλάιστ, που αρνήθηκε μια συμφωνία αυτοκτονίας, ο Κλάιστ στράφηκε στη Φόγκελ που με ενθουσιασμό ασπάστηκε την ιδέα ενός διπλού θανάτου. Ετοίμασαν επιμελώς τις τελικές λεπτομέρειες. Ο Κλάιστ έκαψε τα υπολείμματα των έργων του (μαζί και την αυτοβιογραφική νουβέλα του "Η ιστορία της ψυχής μου", που λέγεται ότι είχε καταπλήξει τους ελάχιστους που τη διάβασαν). Στις 21 Νοεμβρίου του 1811, βγήκαν στην εξοχή και ήπιαν τσάι· εκεί ο Κλάιστ πρώτα πυροβόλησε τη Φόγκελ κι έπειτα τον εαυτό του.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα