Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Αποστέλλεται την ίδια ή την επόμενη εργάσιμη
ISBN:
9789605276218
Κατηγορίες:
Έτος κυκλοφορίας
Εκδότης
[. . .] Και όμως δεν εφτάσαμεν ακόμη εις το φοβερώτερον. Οι αποτυχόντες υποψήφιοι δεν είναι οι δυστυχέστεροι. Υπάρχουν και άλλοι δυστυχέστεροι από αυτούς. Είναι οι επιτυχόντες. Μεγαλειτέρα
δυστυχία εις τον κόσμον τούτον δεν υπάρχει από το να σου δώσουν αξίωμα εις το οποίον δεν ημπορείς ν` ανταποκριθής. Τα τρία τέταρτα των επιτυχόντων, βεβαίως θα καθήσουν εις την Βουλήν, ερωτώντες και αυτοί τί θέλουν εκεί. Αυτούς πρέπει να κλαίωμεν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]
Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940). Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι, γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου από το Καρπενήσι. Είχε τρία αδέλφια, το Χαρίλαο, το Θανάση και τη Σοφία. Στο Καρπενήσι έμαθε τα πρώτα γράμματα και το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει. Στράφηκε από τα φοιτητικά του χρόνια προς τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία και σε ηλικία δεκαέξι μόλις ετών ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην "Ακρόπολη" του Βλ. Γαβριηλίδη. Ως το 1898, οπότε κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο "Πολεμικά τραγούδια", συνέχισε να συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες όπως η "Εφημερίδα των συζητήσεων", ο "Χρόνος" και η "Σκριπ", στην οποία υπήρξε αρχισυντάκτης από το 1900 ως το 1905. Το 1904 γίνεται ένα από τα πρώτα μέλη της εταιρίας "Η Εθνική Γλώσσα", με στόχο την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας (μαζί με τους Μιλτιάδη Μαλακάση, Λάμπρο Πορφύρα, Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Ιωάννη Κονδυλάκη και άλλους). Για την Εθνική γλώσσα συνέταξε τον επόμενο χρόνο τη διακήρυξη "Προς το ελληνικό Έθνος", εκθέτοντας τους στόχους της. Από το 1908 και ως το 1911 βρέθηκε στο Παρίσι ως απεσταλμένος της εφημερίδας "Εμπρός" του Αριστείδη Κυριακού. Παράλληλα αρθρογραφούσε σε γαλλικές εφημερίδες και γνώρισε νέα καλλιτεχνικά ρεύματα. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία (με μοναδική εξαίρεση τη συγγραφή χρονογραφημάτων στην εφημερίδα "Εμπρός" ως το 1914) και διακρίθηκε σε μια έκθεση ζωγραφικής στο Ζάππειο για σχεδιάσματα και γελοιογραφίες που είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά. Από το 1912 και ως το 1916 διετέλεσε νομάρχης στη Ζάκυνθο, τις Κυκλάδες, την Καλαμάτα και τη Σπάρτη. Από τη θέση του Νομάρχη προώθησε την ιδέα οργάνωσης εργατικού σωματείου στη Σύρο καθώς επίσης τη διοργάνωση του πρώτου Πανιονίου Συνεδρίου για τα πενήντα χρόνια της Ένωσης της Επτανήσου και αντέδρασε μαζί με τον εισαγγελέα Α.Ρέγκο στον αφορισμό του 1916 κατά του Βενιζέλου. Η τελευταία πρωτοβουλία του του στοίχισε τη θέση του και τον οδήγησε σε δίκη, στην οποία όμως απαλλάχτηκε. Δεν έπαψε παράλληλα να ασχολείται με την τέχνη και την κριτική, ενώ βραβεύτηκε μαζί με τον Στέλιο Σπεράντζα και την Ελένη Μ. Νεγρεπόντη (κατόπιν Ελένη Ουράνη) στον επίσημο διαγωνισμό Στρατιωτικών Ποιημάτων που προκήρυξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το 1917 πέθανε ο πατέρας του και τον επόμενο χρόνο έγραψε (σε συνεργασία με τους Δ. Ανδρεάδη, Αλ. Δελμούζο, Π. Νιρβάνα και Μ. Τριανταφυλλίδη και εικονογράφηση του Π. Ρούμπου) τα "Ψηλά Βουνά", έργο που προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου (είχε προηγηθεί ανάθεση του έργου στον Παπαντωνίου από το Υπουργείο Παιδείας της επαναστατικής κυβέρνησης Βενιζέλου). Την ίδια χρονιά ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης, φροντίζοντας για τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών (Γύζης, Παρθένης, Μαλέας, Λύτρας, Θεοτοκόπουλος). Τον επόμενο χρόνο αυτοκτόνησε σε ηλικία τριάντα εννιά χρόνων ο αδελφός του Θανάσης, ο οποίος αντιμετώπιζε έντονες ψυχικές διαταραχές από τα εικοσιδύο του. Το 1920 τύπωσε την παιδική ποιητική συλλογή "Τα χελιδόνια", αφιερωμένη στον αδελφό του, η οποία επανεκδόθηκε το 1931 με τίτλο "Παιδικά τραγούδια". Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να καούν δημοσίως τα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, ανάμεσα στα οποία και τα "Ψηλά Βουνά". Το 1923 ο Παπαντωνίου εξέδωσε την ποιητική συλλογή του "Πεζοί ρυθμοί" και τους τρεις τόμους των "Νεοελληνικών αναγνωσμάτων" για τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, τιμήθηκε με το εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και διορίστηκε καθηγητής στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στην Ευρώπη, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος στα πλαίσια των καθηκόντων του ως διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα τυπώθηκε η συλλογή διηγημάτων του "Διηγήματα", ενώ από το 1929 και ως το 1937 εκδόθηκαν το θεατρικό έργο "Ο όρκος του πεθαμένου", διασκ
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα
Ο Νίκος Ζωρογιαννίδης γεννήθηκε στο Καρπενήσι. Μετά τις πανεπιστημιακές του σπουδές, έγινε δημόσιος υπάλληλος (Επίτιμος Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Πολιτισμού και τ. Πρόεδρος Δ.Σ. Εθνικού Κέντρου Βιβλίου).
Για το πρώτο του βιβλίο με τίτλο "Εγώ ο υπουργός σου" (Εκδόσεις Αρσενίδη, 1995) γράφτηκαν κολακευτικές κριτικές, πολύ ενθαρρυντικές για τη συνέχεια. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, στα "Νέα" της 10ης Μαΐου 1995, γράφει μεταξύ άλλων: "... όπου με διαβολεμένο κέφι και οίστρο, που θυμίζει Τσέχοφ των διηγημάτων, αλλά και Ψαθά και Γιαλαμά και Τσιφόρο...", η Λίλυ Δράκου στον "Ελεύθερο Τύπο" της 22ης Μαΐου 1995 γράφει πως "... ο αναγνώστης που με μάτια Χ ξεπερνάει την πικρή επιφάνεια, θα νιώθει ότι πίσω από το καυστικό χιούμορ κρύβεται ο πόνος: "γιατί να μην είναι ο άνθρωπος αυτό που θα μπορούσε, που θα έπρεπε να είναι;"" και ο Ν. Φ. Μικελίδης, στην "Ελευθεροτυπία" της 11ης Ιουλίου 1995, γράφει για το ύφος γραφής του Νίκου Ζωρογιαννίδη: "... κάτι ανάμεσα στο δικό μας Δημήτρη Ψαθά και τον Αμερικανό Τζέιμς Θέρμπερ...".