Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας
Αποστέλλεται την ίδια ή την επόμενη εργάσιμη
ISBN:
9789606757242
Κατηγορίες:
Έτος κυκλοφορίας
Εκδότης
Η μητέρα λατρεύτηκε ως σύμβολο γονιμότητας ήδη από τις πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες και υπήρξε αγαπημένο θέμα όλων των μορφών της τέχνης, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Η πολλαπλότητα και η ποικιλία των απεικονίσεων αποτυπώνουν τον σύνθετο συμβολικό χαρακτήρα της μητρικής φιγούρας. Πάνω απ` όλα, το μοτίβο της μητέρας-βρεφοκρατούσας έχει ξεχωρίσει ως το πιο ανθεκτικό στο χρόνο και το πιο φορτισμένο συναισθηματικά.
Ιδιαίτερα στην ελληνική κοινωνία, η μορφή της μητέρας κατέχει κεντρική θέση, αφού συνοψίζει τις ιδέες της συνέχειας, της ασφάλειας, της θυσίας, της προσφοράς, της άνευ όρων αγάπης. Η παρούσα έκδοση του Ιδρύματος είναι αφιερωμένη στους τρόπος με τους οποίους απεικονίζεται η Ελληνίδα μητέρα στη νεοελληνική τέχνη. Μέσα από τα έργα που έχουν επιλεγεί, αποτυπώνεται η σχέση μητέρας και παιδιού μέσα σε συνθήκες γαλήνης και ευτυχίας, αλλά και σε στιγμές οδύνης. Παράλληλα, αναδεικνύεται η μητρότητα αυτή καθαυτή, όχι μόνο ως φυσικό γεγονός, αλλά και ως κατεξοχήν έννοια που εγγυάται τη συνέχιση της ζωής και δημιουργεί άρρηκτους δεσμούς της επόμενης με την προηγούμενη γενιά. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]
Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 12 Οκτωβρίου 1929. Για δύο χρόνια φοίτησε στην τότε Ανωτάτη Εμπορική Σχολή. Από το 1952 μέχρι το 1957 σπουδάζει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Ακολουθεί δίμηνη παραμονή του στο Άγιο Όρος (1958), όπου μελετά βυζαντινούς εικονογραφημένους κώδικες. Παίρνει διετή υποτροφία από την ιταλική κυβέρνηση (1958). Από το 1959 μέχρι το 1961 είναι υπεύθυνος του καλλιτεχνικού τμήματος του νεοϊδρυθέντος Εθνικού Οργανισμού Ελληνικής Χειροτεχνίας. Κατά τη δεκαετία του ʼ60, παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολείται με το design για βιοποριστικούς λόγους. Σχεδιάζει αντικείμενα για την εγχώρια και τη διεθνή αγορά. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Ομάδας τέχνης α» (1961-67) και της «Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση μέσω της Τέχνης» (1976-81). Το 1975 γίνεται μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (Ι.Κ.Υ.). Το 1976 εκλέγεται καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Διετέλεσε πρύτανης της Α.Σ.Κ.Τ. την περίοδο 1979-82. Από το 1981 έως το 1983 ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου της Αθήνας. Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης από το 1995 και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας από το 1997. Έχει πραγματοποιήσει 23 ατομικές εκθέσεις, από τις οποίες οι 14 παρουσιάστηκαν στην περιοχή της Αθήνας.
Έλληνας ζωγράφος και χαράκτης (1916-2009), ένας αληθινός "ευπατρίδης της ζωγραφικής", μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα και καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Γεννήθηκε στην Άρτα τo 1916, αλλά από το 1922 ως το 1928 έζησε στην Πρέβεζα, όπου υπηρετούσε ως γυμνασιάρχης ο φιλόλογος πατέρας του. Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του στην Αθήνα. Από το 1931 ως το 1936 σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική με τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Ουμβέρτο Αργυρό και Δημήτριο Γερανιώτη και χαρακτική με τον Γιάννη Κεφαλληνό. Το 1937 με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών πήγε στη Ρώμη -όπου για έξι μήνες παρακολούθησε μαθήματα τοιχογραφίας και μωσαϊκού- και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι με μαθήματα τοιχογραφίας στην Ecole des Arts et Metiers, ζωγραφικής στο εργαστήριο του Γκερέν στη Σχολή Καλών Τεχνών και μωσαϊκού με καθηγητή τον Μαν.
Το 1939 με την κήρυξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μόραλης επέστρεψε στην Αθήνα και το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην προπαρασκευαστική τάξη της ΑΣΚΤ και το 1953 τακτικός καθηγητής Εργαστηρίου Ζωγραφικής, θέση που διατήρησε ως το 1983. Εξέθεσε έργα του σε διάφορες ομαδικές και ατομικές εκθέσεις -στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- και το 1958 αντιπροσώπευσε τη χώρα μαζί με τον Γ. Τσαρούχη και τον Αντ. Σώχο στη Μπιενάλε της Βενετίας.
Καλλιτέχνης προικισμένος και προσωπικός δημιουργός, ο Μόραλης προσέφερε πολλά στην καλλιτεχνική δημιουργία του τόπου και της εποχής μας, καθώς δεν περιορίστηκε μόνο στις αναζητήσεις και στις κατακτήσεις του, τον πλούτο της εκφραστικής του γλώσσας και την ποιότητα των διατυπώσεων του αλλά κατόρθωσε να φτάσει σε μια προσωπική και γόνιμη σύνθεση τύπων της αρχαίας ελληνικής τέχνης και χαρακτηριστικών της νεότερης (κλασικής λιτότητας και αφαιρετικών τύπων), όπου συνδυάζεται η έμφαση στις πλαστικές αξίες με τη χρωματική ευγένεια και η μελετημένη απόδοση του χώρου με την περισσότερο ρυθμική οργάνωση του συνόλου. Κάτοχος τόσο των παραδοσιακών όσο και των σύγχρονων τεχνικών, ο Μόραλης, όχι μόνο στη ζωγραφική αλλά και στο κεραμικό, το μωσαϊκό και σε άλλα υλικά, έδωσε έργα που διακρίνονται για τη ρωμαλεότητα και την εσωτερική τους αλήθεια. Εξαίρετος δάσκαλος για περισσότερα από τριάντα χρόνια στην ΑΣΚΤ, έδωσε στους μαθητές του αφετηρίες και ενίσχυσε τις δυνατότητες τους, προετοιμάζοντας έτσι τους δημιουργούς της επόμενης γενιάς.
Αφετηρίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Μόραλη είναι η οπτική πραγματικότητα και καθοριστικό του θέμα η ανθρώπινη μορφή. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν περιορίζεται στην εξωτερική ρεαλιστική περιγραφή αλλά, με την έμφαση στο ουσιαστικό και τη σχηματοποίηση, την πληρότητα του σχεδίου και την εσωτερικότητα του χρώματος, αποβλέπει πάντα να φτάσει στον καθοριστικό πυρήνα των θεμάτων του. Σε παλαιότερες προσπάθειές του, όπως στη γνωστή "Αυτοπροσωπογραφία" (1937), την "Αυτοπροσωπογραφία με το ζωγράφο Νικολάου" (1937), το "Ζωγράφο και τη γυναίκα του" (1942) -και τα τρία έργα στην κατοχή του καλλιτέχνη- αλλά και σε άλλες προσωπογραφίες γίνονται σαφή ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της μορφοπλαστικής του γλώσσας: ο καλλιτέχνης χωρίς να θυσιάζει την οπτική πραγματικότητα χρησιμοποιεί ρεαλιστικό λεξιλόγιο για να δώσει και κάτι από το εσωτερικό περιεχόμενο των προσώπων που απεικονίζει. Αλλά και στα πρώιμα αυτά έργα διαπιστώνεται εύκολα μια κάποια τάση για σχηματοποίηση όπως και μια χρησιμοποίηση του χρώματος, σαν δυνατότητα υποβολής του χαρακτήρα των προσώπων. Σε μεταγενέστερα έργα του όπως η "Μαρία" (1950, Συλλογή Δ. Πιερίδη) ή η "Μορφή" (1952, στην κατοχή του καλλιτέχνη) γίνεται εντονότερη και σαφέστερη η μεταφορά του κέντρου του βάρους από το εξωτερικό στο εσωτερικό και από τη ρεαλιστική περιγραφή στην επιβολή των καθαρά πλαστικών αξιών. Ακολούθησαν οι σειρές "Συνθέσεις", "Επιτύμβια" και "Αθήνα" (σε διάφορες συλλογές) που έδωσαν τον τόνο σε όλη την περίοδο 1950-60. Στις προσπάθειες αυτές ο καλλιτέχνης προχωρεί σε νέες διατυπώσεις στις οποίες συνδυάζονται οι μορφές με το χώρο, τα βιόμορφα με τα αρχιτεκτονικά θέματα, τα ρεαλιστικά στοιχεία με τη σχηματοποίηση. Από τα έργα αυτής της περιόδου
Η Άννα Κινδύνη γεννήθηκε το 1914 στη Φώκαια της Μικράς Ασίας. Με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια της κατέφυγε στη Μυτιλήνη.
Επέστρεψαν το 1919, αλλά η ολοκληρωτική καταστροφή του 1922 ανάγκασε την οικογένεια Κινδύνη να προσφύγει για δεύτερη φορά στην Μυτιλήνη, πριν εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα, το 1930.
Εκεί εργάστηκε αρχικά ως σχεδιάστρια στην Εθνική Τράπεζα. Το 1940 παντρεύτηκε τον αρχιτέκτονα Μανόλη Κινδύνη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής μπήκε στην Αντίσταση, στον τομέα της Εθνικής Αλληλεγγύης και δούλεψε στην στατιστική υπηρεσία του Δήμου Αθηναίων, επιφορτισμένη με την καταμέτρηση των καθημερινών θανάτων στους δρόμους της πρωτεύουσας, καθήκον που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε την μετέπειτα καλλιτεχνική της πορεία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, με τον άνδρα της υπότροφο της Γαλλικής Κυβέρνησης, φεύγει για το Παρίσι, μέσω Ιταλίας, με το ιστορικό πλοίο Ματαρόα.
Το 1947 εγγράφεται στο εργαστήριο χαρακτικής της Σχολής Καλών Τεχνών του Παρισιού, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου στις Ακαδημίες Julian και Grande Chaumiere, με καθηγητές τους Δημήτρη Γαλάνη και Albert Cami. Από τότε, και ως το 1965 περίπου, δουλεύει αποκλειστικά με κάρβουνο. Το 1960 κάνει την πρώτη της ατομική έκθεση στην γκαλερί Saint-Placide στο Παρίσι και δύο χρόνια αργότερα στην γκαλερί Reid στο Λονδίνο. Το 1963 της απονέμεται το βραβείο Eugene Carrierre. Τα θέματα και η τεχνοτροπία της σιγά-σιγά διαφοροποιούνται. Η Κινδύνη πειραματίζεται με μία δική της τεχνική, χαράσσοντας πάνω σε πλαστική ύλη. Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι η μεγάλη σειρά Έρωτες, με έργα που ξεκινούν από το 1975. Το 1984 οργανώνεται μεγάλη αναδρομική έκθεση στην Ε.Π.Μ.Α.Σ., το 1987 στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα και το 2001 στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων. Πέθανε στην Αθήνα το 2003. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της δωρήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη από την ανιψιά της, Μαργαρίτα Παπαδημητρίου-Boulenger, το 2006. Έργα της βρίσκονται επίσης στην Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας, στην Τράπεζα της Ελλάδος και σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές της Ελλάδος και του εξωτερικού.
Έλληνας ζωγράφος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα (Αλεξάνδρεια 1878 - Αθήνα 1967). Σπούδασε ζωγραφική στη Βιέννη (1895-1903). Το 1911 ίδρυσε μαζί με άλλους καλλιτέχνες τηςν "Ομάδα Τέχνης" και το 1929 εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου δίδαξε μέχρι το 1947. Ο Παρθένης άσκησε μεγάλη επίδραση στη μεταπολεμική νεοελληνική τέχνη, καθώς μεταξύ των μαθητών του περιλαμβάνονταν οι Διαμαντόπουλος, Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Μόραλης, κ.ά. ζωγράφοι, στους οποίους αποκάλυψε, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, τη φινέτσα του Σεζάν, του Σερά και του Ματίς.
Ο Νικόλαος Γύζης (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 - Μόναχο 1901) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους του 19ου αι. της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου". Μετά τις σπουδές του στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα (1854-1864) πήγε στο Μόναχο όπου το 1868 έγινε δεκτός στην τάξη του περίφημου γερμανού ζωγράφου και δασκάλου Karl von Piloty. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του συνδέθηκε με ζωγράφους του κύκλου του Wilhelm Leibl καθώς και με τους Franz von Defregger και Franz von Lenbach. Το 1872 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου διέμεινε για δύο χρόνια. Το 1873, πραγματοποίησε με τον φίλο του ζωγράφο Νικηφόρο Λύτρα ταξίδι στη Μ. Ασία, το οποίο αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση τόσο της θερματικής των έργων του όσο και του μορφοπλαστικού του ιδιώματος. Το 1888 ανακηρύχθηκε τακτικός καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Το 1895 πραγματοποίησε το δεύτερο και τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα. Τόσο η πολυσχιδής θεματογραφία του έργου του, όσο και η πλατιά τεχνοτροπική του εξέλιξη, που εκτείνεται από τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό ως τον συμβολισμό και το Jugendstil, αναδεικνύουν τον Ν. Γύζη σε δεσπόζουσα μορφή τόσο της γερμανικής όσο και της νεοελληνικής τέχνης του 19ου αιώνα.
Ο Δημήτρης Μυταράς γεννήθηκε το 1934 στη Χαλκίδα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών και σκηνογραφία στην Ecole des Arts Decoratifs του Παρισιού. Η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται από έντονο κινησιακό σχέδιο και χρωματική διαύγεια. Σε όλες τις περιόδους της ζωγραφικής του υπάρχει μια διάχυτη εξπρεσιονιστική ατμόσφαιρα με φανερή κοινωνική κριτική διάθεση. Οι πλαστικές του αξίες έχουν κλασική δομή και η επαφή με την ελληνική παράδοση είναι φανερή. Οι σημαντικές περίοδοι της ζωγραφικής του είναι: "Καθρέφτες" (1960-1964) "Δικτατορία" (1966-1970) "Επιτύμβια" (1971-1976) "Πορτραίτα" (1977-1987) "Σκηνές θεάτρου" (1988-1991). Καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών των Αθηνών, ο Δημήτρης Μυταράς είχε εκθέσει σε πολλές πρωτεύουσες του κόσμου και έχει πάρει μέρος σε όλες σχεδόν τις σημαντικές Μπιεννάλε.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τα μεγάλα προβλήματα υγεία που αντιμετώπιζε δεν του επέτρεπαν να βγει από το σπίτι. Έφυγε από τη ζωή στις 16 Φεβρουαρίου 2017, σε ηλικία 83 ετών.
Ο Γιώργος Μπουζιάνης (Αθήνα 1885 - Αθήνα 1959) ήταν έλληνας εξπρεσιονιστής ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δασκάλους τους Γ. Ροϊλό, Νικηφ. Λύτρα, Κ. Βολανάκη και τον Δ. Γερανιώτη. Το 1907,συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου κοντά στον Otto Seitz. Από το 1910, άρχισε να εγκαταλείπει τις κλασικές για την εποχή ζωγραφικές αναζητήσεις, για να στραφεί προς πιο σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα. Το 1914 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και μαθήτευσε κοντά στον ιμπρεσιονιστή Max Liebermann. Από το 1917 στράφηκε προς τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και σε ένα δικό του πολύ εκφραστικό ύφος. Στα έργα του άρχισε να δίνει περισσότερη έμφαση στην αποτύπωση της ανθρώπινης μορφής, κυρίως της γυναικείας φιγούρας, και στα συναισθήματα που γεννάει αυτή η αποτύπωση. Με την οικονομική στήριξη της γκαλερί Μπάρχφελντ, πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε κατά την περίοδο 1929-1932. Με την σταδιακή εξαφάνιση του εξπρεσιονισμού και την άνοδο του ναζισμού, αναγκάστηκε να επιστρέψει το 1934 στην Ελλάδα.
Η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας όταν το 1950 εκπροσώπησε την χώρα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1956 τού απονεμήθηκε το α΄ ελληνικό βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Guggenheim.
Ο Χρόνης Μπότσογλου γεννήθηκε το 1941 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και την Ecole Superieure des Beaux-Arts στο Παρίσι. Το 1989 εκλέχτηκε καθηγητής ζωγραφικής στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθήνας.
Εκτός από τη ζωγραφική, έχει ασχοληθεί με τη χαρακτική και τη γλυπτική. Έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από είκοσι ατομικές εκθέσεις των έργων του και έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από πενήντα ομαδικές στις σημαντικότερες πόλεις της Ελλάδας. Επίσης, έργα του έχουν εκτεθεί στη Γαλλία, στη Βραζιλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στο Βέλγιο, στη Σουηδία, στην Ιρλανδία, στη Γιουγκοσλαβία, στην Κύπρο, στην Ισπανία, στο Ισραήλ. Από το 1964 συμμετέχει σε διάφορες καλλιτεχνικές και πολιτικές ομάδες, ως συμπλήρωμα της καλλιτεχνικής δράσης.
Παράλληλα, έχει γράψει κείμενα για την τέχνη σε περιοδικά και εφημερίδες, τα οποία συγκεντρώθηκαν σε δύο βιβλία: "Ημερολόγια ταξίδια", εκδόσεις Γαβριηλίδη, 1994, και "Ψευτοδοκίμια", εκδόσεις Καστανιώτη, 2000. Επίσης, έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή "Σπουδή στο μαύρο" εκδόσεις Περίτεχνον, 1998.
Ο Αλέκος Κοντόπουλος (1904-1975) φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών μεταξύ των ετών 1923-1929, με δασκάλους τον Ιακωβίδη, τον Λύτρα και άλλους ακαδημαϊκούς καλλιτέχνες της περιόδου εκείνης. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, σχεδόν για δέκα χρόνια. Ωστόσο, σε όλο αυτό το διάστημα το αναπαραστατικό του έργο δεν πρόδιδε τον αφαιρετικό ζωγράφο στον οποίο θα εξελισσόταν στη συνέχεια (ιδιαίτερα μετά το 1949). Στη δεκαετία του ΄50 ο Αλέκος Κοντόπουλος -μια ιδιότυπη, σχεδόν αρχαϊκή μορφή του ελληνικού μοντερνισμού- στρέφεται στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό και πρωτοστατεί στη διάδοση της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα.
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (Χύδηρα Λέσβου 1853 - Αθήνα 1932) σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1870-1877) ζωγραφική και γλυπτική. Συνέχισε με υποτροφία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου κοντά στους L. von Lofftz, W. von Lindensnchmit και G. von Max. Μετά την αποφοίτησή του ανέπτυξε σημαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα στη βαυαρική πρωτεύουσα. Το 1900 επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης (1900-1918) και εξελέγη καθηγητής (1904-1910) και διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών (1910-1930). Σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας παρέμεινε πιστός θιασώτης το ακαδημαϊκού ρεαλισμού, ενώ οι αναζητήσεις γύρω από τον ρόλο του φωτός τον οδήγησαν πολλές φορές σε υπαιθριστικές διατυπώσεις. Θεωρείται ο κατεξοχήν εκπρόπωπος της ακαδημαϊκής ζωγραφικής και της σχολής του ρεαλισμού στη χώρα μας.
Από τους σηματικότερους Έλληνες ζωγράφους του 20ου αιώνα (1917-1984). Γεννήθηκε στη Σμύρνη και ήρθε στην Αθήνα με τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922. Το 1940 αποφοίτησε από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Δάσκαλοι του ήταν ο Παρθένης και ο Βικάτος. Έλαβε μέρος σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις μετά το 1939, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ατομικές εκθέσεις έκανε στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Πάτρα, Κρήτη, Νέα Υόρκη, Βασιλεία της Ελβετίας, Λευκωσία, κ.ά., ενώ, ταυτόχρονα, έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ρώμη, Μόντρεαλ, Ν. Υόρκη, Ουάσιγκτον, Τορόντο, Ελσίνκι, Μόσχα, κ.ά. Επίσης, υπήρξε ενεργό μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας "Στάθμη". Έζησε και εργάστηκε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Αγγλία και τη Γαλλία. Η Εθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε, εν ζωή, δύο αναδρομικές εκθέσεις του έργου του (1975, 1983). Έργα του ανήκουν σε πινακοθήκες, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ο Νικηφόρος Λύτρας (Πύργος Τήνου 1832 - Αθήνα 1904) σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών (1850-1856) με δασκάλους τους αδελφούς Μαργαρίτη, Ρ. Τσέκολι, Α. Τριανταφύλλου και Λ. Θείρσιο. Συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στο Μόναχο (1860-1865) με καθηγητή τον περίφημο K. von Pitoly. Το 1866 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής στην έδρα ζωγραφικής της Καλλιτεχνικής Σχολής του Πολυτεχνείου, θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του. Πραγματοποίησε ταξίδια στη Μ. Ασία και την Αίγυπτο, γεγονός που επηρέασε το έργου του, στο οποίο υπάρχουν ανατολίτικες επιδράσεις. Η θεματογραφία του παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Ζωγράφισε ηθογραφικές παραστάσεις, προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, ιστορικές και μυθολογικές σκηνές. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης "Σχολής του Μονάχου" και από τους πρώτους που μεταλαμπαδεύουν τα βασικά χαρακτηριστικά της -ακριβές σχέδιο, σκούρα, συγκρατημένη παλέτα, αρμονική σύνθεση- στην Ελλάδα. Εξέχουσας σημασίας ήταν και η παρουσία του στο Σχολείο των Τεχνών. Υπήρξε δάσκαλος πολλών σημαντικών ζωγράφων και συνέβαλε στην αναβάθμιση της εικαστικής παιδείας στην Ελλάδα.