Ο μονοπωλιακός έλεγχος του κράτους από τη Δεξιά, διαιωνιζόμενος στον χρόνο, δημιουργούσε πλέον, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, πρόβλημα πολιτικής επιβίωσης στους κεντρώους πολιτικούς (βενιζελογενείς στην πλειονότητά τους). Αυτοί, λοιπόν, αναγκάστηκαν να παραμερίσουν τις ηγετικές φιλοδοξίες τους και να προχωρήσουν στη δημιουργία ενιαίου πολιτικού φορέα, της ΕΚ. Ενώ, όμως, από την πρώτη στιγμή κατεβλήθη προσπάθεια να διασφαλιστεί στο νέο πολιτικό μόρφωμα συλλογική διοίκηση και εσωκομματική ισορροπία, η δυναμική των γεγονότων κατέστησε παντοδύναμο τον επικεφαλής του, Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά και πόλο εσωκομματικής ισχύος τον Ανδρέα Παπανδρέου… Ήταν μια εξέλιξη δύσκολα ανεκτή από τους άλλους βαρόνους της παράταξης. Η αποκληθείσα «Αποστασία» του 1965 εν πολλοίς ήταν η αντίδραση της παλιάς ηγετικής ομάδας κατά του ηγέτη. Επειδή, όμως, έγινε με τρόπο και μεθοδεύσεις που δημιούργησαν στην κοινωνία την αίσθηση της προδοσίας, της συνωμοσίας και της παράδοσης της παλαιοδημοκρατικής παράταξης στον ιστορικό της αντίπαλο, δηλαδή το Στέμμα, η Αποστασία προσέφερε στον Γ. Παπανδρέου δημοφιλία που ουδέποτε είχε στο παρελθόν. Ενώ οι αντίπαλοί του τον αντιμετώπιζαν πλέον –κυρίως στον βαθμό που υφίστατο την επιρροή του γιου του– ως επικίνδυνο για το μετεμφυλιακό στάτους κβο. Ουσιαστικά η Ελλάδα χωρίστηκε σε παπανδρεϊκούς και αντιπαπανδρεϊκούς. Από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου δεν είχε, ίσως, ένα πρόσωπο σε τέτοιο βαθμό αποτελέσει βάση διαιρετικής τομής.
Μια χώρα η οποία, λίγο παραπάνω από μια δεκαετία μετά τη λήξη ενός πολυαίμακτου εμφύλιου, νόμιζε πως είχε κατακτήσει ένα επίπεδο πολιτικής κανονικότητας τέτοιο, ώστε να είναι δυνατή η ομαλή κυβερνητική εναλλαγή, σύντομα διαπίστωσε πως τίποτε δεν ήταν δεδομένο: Η διάσπαση της κεντρώας παράταξης, η σύμπλευση μέρους της με τα Ανάκτορα και τη Δεξιά, η συνακόλουθη ριζοσπαστικοποίηση ενός τμήματος της κοινωνίας και η συμπόρευσή του ακόμη και με τις πολιτικές οντότητες που αντιπροσώπευαν τους ηττημένους του Εμφυλίου, ήταν οι παράγοντες που αναβίωσαν τους παλιούς δαίμονες και μετέτρεψαν το ελπιδοφόρο ξεκίνημα της δεκαετίας σε εφιάλτη…
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη συνέχεια Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσιο Δίκαιο στην ίδια σχολή και Φιλοσοφία-Παιδαγωγική-Ψυχολογία στη Φιλοσοφική Σχολή. Λαμβάνοντας διαδοχικές υποτροφίες, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές και έλαβε διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, ενώ αργότερα πραγματοποίησε μεταδιδακτορικές έρευνες στην Οξφόρδη. Διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διδάξει στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της Λίλλης. Συγγραφέας 25 επιστημονικών και δύο λογοτεχνικών έργων.
Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1951. Πτυχιούχος της Νομικής Αθηνών (αρχικά του νομικού, μετέπειτα του «πολιτικού» τμήματος) καθώς και της Φιλοσοφικής Αθηνών (τμήματος Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής - Ψυχολογίας, κατεύθυνσης Ψυχολογίας), μεταπτυχιακός διπλωματούχος (D.Ε.Α.) και διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Paris I - Σορβόννης (στα Συγκριτικά Πολιτικά Συστήματα), διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και, ως προσκεκλημένος καθηγητής, στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της Λίλλης. Ειδικεύεται στη θεωρία των πολιτικών κομμάτων-κομματικών συστημάτων, όπως επίσης στην ελληνική πολιτική ζωή του 20ού αιώνα και στα εκλογικά συστήματα. Έχει συνεργασθεί επί χρόνια, ως πολιτικός σχολιαστής-αναλυτής, με την "Καθημερινή", τον "Οικονομικό Ταχυδρόμο", τον "Τύπο της Κυριακής" και το ραδιοσταθμό "Αθήνα-9.84". Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων με θέμα την εξουσία, τα πολιτικά κόμματα και τη σύγχρονη ελληνική πολιτική.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα