Στὸ Ἰσλὰμ ὁ κόσμος θεωρεῖται ὡς σκόπιμη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔνδυμα σκοπίμως φορεμένο, σὰν ἀποτέλεσμα κάποιων ἐνσυνείδητων θεϊκῶν προσαρμογῶν. Δηλαδὴ ὁ ἀπρόσιτος Θεός, ὁ «κεκρυμμένος θησαυρός», ὁ Ἄναρχος καὶ Ἀπεριόριστος, προσαρμόζεται συγκαταβατικῶς στοὺς ὅρους καὶ τίς συνθῆκες τοῦ πεπερασμένου, λαμβάνοντας μορφὲς καὶ τρόπους προσιτοὺς στὶς ἀνθρώπινες διανοητικὲς ἱκανότητες, προσιτοὺς στὶς συνθῆκες τοῦ πεπερασμένου. Μιὰ τέτοια ἀντίληψη ἀξιοσημείωτης λεπτότητος καὶ εὐστροφίας περὶ τῆς σχέσεως μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου προσιδιάζει τοὐλάχιστον στὸ κλίμα του Ἰσλάμ, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ σκέψη του εἶναι βαθιὰ πεπεισμένη γιὰ τὴν γενικευμένη παρουσία τοῦ θαύματος. Ἔτσι ὁ Θεός, σὰν αὐτουργὸς τῶν θαυμάτων, πραγματοποιεῖ τελικὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, δηλαδὴ γίνεται Αὐτὸς ὁ ἴδιος προσιτός, στὶς συνθῆκες τοῦ πεπερασμένου, ἐνῷ ἡ Ὕπαρξη του παραμένει φύσει ἀπρόσιτος.
Ὁ κόσμος ἐμφανίζεται ὡς ἕνας «χιτῶνας» τοῦ Θεοῦ, ὄχι σὰν ἕνα ἁπλὸ ἀπατηλὸ καὶ ἄσκοπο, ἕνα ἀνόητο παιχνίδι, ἀλλὰ ὡς ἕνα «ἔνδυμα», ὡς μιὰ πλήρης νοήματος σκόπιμη πράξη. Ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει ὁρατός, προσιτός, σὲ αὐτὴ τὴν ὁδὸ τῶν τελικῶν πράξεων, ἀλλὰ ὅπως οἱ ἴδιες οἱ τελικὲς πράξεις ἀνήκουν σὲ ἕναν κόσμο, θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν κόσμο, μόνο καὶ μόνο, ἐπειδὴ θέλει νὰ ἐμφανισθεῖ, νὰ ἀποκαλυφθεῖ, ἀκριβῶς μέσῳ τῶν γεγονότων τὰ ὁποῖα Αὐτὸς δημιουργεῖ. Ὑπάρχει ἐδῶ μιὰ ἀρχικὴ πρόθεση τοῦ Θεοῦ, νὰ φανερωθεῖ σὲ τελικὲς γήινες συνθῆκες. Αὐτὴ ἡ καθολική, ἡ συμπαντικὴ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ περιγράφει ἕναν σκοπὸ τῆς Θεότητος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον συνεπάγεται ὅτι ὁ κόσμος, μολονότι εἶναι μόνο ἕνα ἔνδυμα, ὡστόσο λαμβάνει στὴν ἰσλαμικὴ φιλοσοφία τὸν χαρακτῆρα, μιᾶς καθιερώσεως. Ὁ κόσμος δὲν εἶναι στερεῖται νοήματος, σὰν μιὰ αὐταπάτη ἢ σὰν μιὰ ὑποβιβασμένη ὕπαρξη, ὅπως εἶναι στὸν Βραχμανισμὸ καὶ στὸν Νεοπλατωνισμό, ἀλλὰ εἶναι πλήρης ἔκφραση, βεβαιωτικὴ μιᾶς κάποιας θεϊκῆς προθέσεως. Τὸ Ἰσλὰμ κλίνει περισσότερο στὸ νὰ χαρεῖ καὶ νὰ ἀπολαύσει τὸν κόσμο καὶ δὲν καλλιεργεῖ τὴν ἀσκητικὴ περιφρόνηση τῆς ζωῆς.
Ἀκόμα καὶ τά μοναχικὰ τάγματα ποὺ ἐμφανίστηκαν στὸ Ἰσλὰμ δὲν ἀπαίτησαν φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ διάλυση τῆς οἰκογενείας. Τόσο οἱ Σούφι ὅσο καὶ οἱ Δερβίσηδες, ποὺ μέσα ἀπὸ τὸν χορό, τίς συνεχεῖς περιστροφὲς καὶ τίς φωνὲς ἔφταναν στὴν μυστικιστικὴ ἔκσταση, ζοῦσαν μέσα στὸν κόσμο. Ἀκολουθοῦσαν μόνο κάποιους ἰδιαίτερους κανόνες ποὺ τοὺς ἐπέβαλλάν πενία, ὑπακοὴ καὶ ἁγνότητα.
Κωνσταντίνος Τσοπάνης (Συγγραφέας)
Ο Κωνσταντίνος Τσοπάνης γεννήθηκε στην Αθήνα (Εξάρχεια) τον Ιούνιο του 1969. Τελείωσε το εκκλησιαστικό λύκειο Αθηνών, και μετά από εισαγωγικές εξετάσεις φοίτησε στην Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών, της οποίας κατέστη πτυχιούχος, μετά από τριετή κύκλο σπουδών. Κατόπιν φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από όπου πήρε και το πτυχίο της Θεολογίας. Στη συνέχεια εκπόνησε, παρουσίασε και υποστήριξε με επιτυχία διδακτορική διατριβή με θέμα: "Ορφισμός και χριστιανισμός, οι μεταξύ τους συγκλίσεις", στη θεολογική σχολή του πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου, όπου και του απενεμήθη ο τίτλος του διδάκτορα στον τομέα της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκευμάτων.
Παράλληλα έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση βιβλίων στα ελληνικά, καθώς και με τη συγγραφή και δημοσίευση επιστημονικών άρθρων θρησκειολογικού και ιστορικού περιεχομένου.
Δείτε όλα τα βιβλία του συγγραφέα