Η Ασπασία Αρναούτη είναι η Κυρία…ή μάλλον ήταν μέχρι που βρέθηκε δολοφονημένη στην κρεβατοκάμαρά της την ημέρα των γενεθλίων της. Ήταν πάμπλουτη, πανίσχυρη, σαδίστρια και ήθελε να έχει τον έλεγχο σε όλα, είτε στις επιχειρήσεις της, κρυφές και φανερές, είτε στα παιδιά και στα εγγόνια της. Για όλα είχε άποψη, σε όλα ανακατευόταν. Η περιουσία της δε φτιάχτηκε με νόμιμα μέσα, όχι καθ’ ολοκληρίαν τουλάχιστον. Ποιος τη δολοφόνησε; Συγγενής; Φίλος; Εχθρός; Συνεργάτης; Και πώς θα χειριστούν την πολύκροτη υπόθεση οι μικροί και οι μεγάλοι της Αστυνομίας;
Η κυρία Ισμήνη Καπάνταη περιγράφει με σχεδόν προφορικό τρόπο τα έργα και τις ημέρες της πανίσχυρης, κοινωνικά επιφανούς οικογένειας Αρναούτη με πολύ προσεκτικό χειρισμό και αρκετές λεπτομέρειες από τις ζωές όλων των εμπλεκόμενων προσώπων, από τις γραμματείς ως τους αστυνομικούς. Η γραφή της πειραματίζεται με νέες μορφές έκφρασης, καταργώντας το τυπικό συντακτικό. Φράσεις όπως: «Στάθηκε λίγο, πήρε βαθιά ανάσα και, “ο Ηλίας είναι πολύ καλός, πολύ καλός”, είπε» (σελ. 149) αφθονούν στο κείμενο, δίνοντας μια διαφορετική παραστατικότητα και ζωντάνια. Αυτό, σε συνδυασμό με ένα είδος προσωπικών παρατηρήσεων της συγγραφέως προς τον αναγνώστη, η οποία κατά καιρούς σαρκάζει με όμορφο χιούμορ τα δρώμενα, κάτι του στυλ «Η γιαγιά του, βλέπεις, τους παρακολουθούσε όλους συνέχεια» ή «Βλέποντας όμως ότι το τετράποδο ακολουθούσε τη γνωστή, παρά τετραπόδοις, τακτική του “με συγχωρείτε, δεν είναι πως σας αγνοώ, απλώς δεν άκουσα τίποτα”, και παρέμενε κρυμμένο…» (σελ. 131) με έβαλαν για τα καλά μες στο παιχνίδι, με ενέταξε καλύτερα στο περιβάλλον μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα και με βοήθησε να απολαύσω περισσότερο μια ιστορία σκοτεινή με πολλούς ενόχους.
Η ιστορία λοιπόν είναι καλοσχεδιασμένη και ανεπτυγμένη με ένα αρμονικό μείγμα πρωτοτυπίας και στερεοτύπων στην εξέλιξή της. Είναι ξεκάθαρα δομημένη σε δύο μέρη, στο οποίο πρώτο έχουμε τους χαρακτήρες και τα πιθανά κίνητρα για φόνο ενώ στο δεύτερο έχουμε τον φόνο και την αστυνομική έρευνα, με λίγα ακόμη ψήγματα γνωριμίας με τους υπόπτους. Αυτό που παρατήρησα κυρίως στον δρόμο για την επίλυση του μυστηρίου ήταν η επιμονή της συγγραφέως να αφαιρεί τη δράση στο κυριότερο σημείο, δηλαδή αν κάποιος πάει να ομολογήσει τον φόνο δεν έχουμε τη σκηνή της ομολογίας αλλά τις συνέπειές της, με τους αστυνομικούς να προχωράνε στο επόμενο βήμα ή αν βρεθεί άλλο ένα πτώμα περιγράφεται μόνο η αναστάτωση στο Τμήμα. Διαφορετική αφήγηση, δε διαφωνώ, ένιωσα όμως ότι στερούμουν την ένταση ακριβώς που χρειαζόταν ο σωστός ως τότε χειρισμός και εξέλιξη της ιστορίας. Πώς ήταν ο κανόνας στις αρχαίες τραγωδίες να αποφεύγονται μιαρές πράξεις μπροστά στα μάτια του κοινού οπότε Μήδεια και Οιδίποδας π.χ. προέβησαν στις πράξεις τους κατ’ ιδίαν; Ε, έτσι αισθάνθηκα όταν κορυφωνόταν η δράση κι αμέσως κατέπιπτε.
Οι ύποπτοι έχουν όλοι ουσιαστικό κίνητρο, είναι καλά δουλεμένοι χαρακτήρες, ποικίλλουν από τον στυγνό και αδέκαστο ως τον πιο τρυφερό και συνεσταλμένο. Γίνονται πολλά πράγματα, υπάρχει κλιμάκωση της πλοκής, δεν κατάφερα ν’ αγαπήσω κανένα από τα μέλη της οικογένειας, μιας και όλοι είχαν κάποιο κουσούρι (από δίψα για πλούτο μέχρι ανασταλτικούς παράγοντες που τους εμπόδιζαν να ζήσουν τη ζωή τους) και η λύση ήταν αληθοφανέστατη και σωστά αιτιολογημένη.
Η «Αστική οικία στο Χαλάνδρι», γραμμένη σε πολυτονικό, είναι η αποαγιοποίηση χωρίς ακρότητες μιας πανίσχυρης κοινωνικά οικογένειας που δε διστάζει να ξεπουληθεί μπροστά στο χρήμα και τα υψηλά συμφέροντα. Κάποιος απ’ όλους όμως έκανε ένα βήμα παραπάνω και σκότωσε την Κυρία. Ο αναγνώστης καλείται να το ανακαλύψει μέσα από σκηνές έντασης, πολυποίκιλους χαρακτήρες και μια εύκολη αφήγηση που δεν καταντά πουθενά πρόχειρη, αντίθετα προσφέρει ένα εναλλακτικό ταξίδι στον κόσμο της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας.
Πάνος Τουρλής
Η κυρία Ισμήνη Καπάνταη περιγράφει με σχεδόν προφορικό τρόπο τα έργα και τις ημέρες της πανίσχυρης, κοινωνικά επιφανούς οικογένειας Αρναούτη με πολύ προσεκτικό χειρισμό και αρκετές λεπτομέρειες από τις ζωές όλων των εμπλεκόμενων προσώπων, από τις γραμματείς ως τους αστυνομικούς. Η γραφή της πειραματίζεται με νέες μορφές έκφρασης, καταργώντας το τυπικό συντακτικό. Φράσεις όπως: «Στάθηκε λίγο, πήρε βαθιά ανάσα και, “ο Ηλίας είναι πολύ καλός, πολύ καλός”, είπε» (σελ. 149) αφθονούν στο κείμενο, δίνοντας μια διαφορετική παραστατικότητα και ζωντάνια. Αυτό, σε συνδυασμό με ένα είδος προσωπικών παρατηρήσεων της συγγραφέως προς τον αναγνώστη, η οποία κατά καιρούς σαρκάζει με όμορφο χιούμορ τα δρώμενα, κάτι του στυλ «Η γιαγιά του, βλέπεις, τους παρακολουθούσε όλους συνέχεια» ή «Βλέποντας όμως ότι το τετράποδο ακολουθούσε τη γνωστή, παρά τετραπόδοις, τακτική του “με συγχωρείτε, δεν είναι πως σας αγνοώ, απλώς δεν άκουσα τίποτα”, και παρέμενε κρυμμένο…» (σελ. 131) με έβαλαν για τα καλά μες στο παιχνίδι, με ενέταξε καλύτερα στο περιβάλλον μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα και με βοήθησε να απολαύσω περισσότερο μια ιστορία σκοτεινή με πολλούς ενόχους.
Η ιστορία λοιπόν είναι καλοσχεδιασμένη και ανεπτυγμένη με ένα αρμονικό μείγμα πρωτοτυπίας και στερεοτύπων στην εξέλιξή της. Είναι ξεκάθαρα δομημένη σε δύο μέρη, στο οποίο πρώτο έχουμε τους χαρακτήρες και τα πιθανά κίνητρα για φόνο ενώ στο δεύτερο έχουμε τον φόνο και την αστυνομική έρευνα, με λίγα ακόμη ψήγματα γνωριμίας με τους υπόπτους. Αυτό που παρατήρησα κυρίως στον δρόμο για την επίλυση του μυστηρίου ήταν η επιμονή της συγγραφέως να αφαιρεί τη δράση στο κυριότερο σημείο, δηλαδή αν κάποιος πάει να ομολογήσει τον φόνο δεν έχουμε τη σκηνή της ομολογίας αλλά τις συνέπειές της, με τους αστυνομικούς να προχωράνε στο επόμενο βήμα ή αν βρεθεί άλλο ένα πτώμα περιγράφεται μόνο η αναστάτωση στο Τμήμα. Διαφορετική αφήγηση, δε διαφωνώ, ένιωσα όμως ότι στερούμουν την ένταση ακριβώς που χρειαζόταν ο σωστός ως τότε χειρισμός και εξέλιξη της ιστορίας. Πώς ήταν ο κανόνας στις αρχαίες τραγωδίες να αποφεύγονται μιαρές πράξεις μπροστά στα μάτια του κοινού οπότε Μήδεια και Οιδίποδας π.χ. προέβησαν στις πράξεις τους κατ’ ιδίαν; Ε, έτσι αισθάνθηκα όταν κορυφωνόταν η δράση κι αμέσως κατέπιπτε.
Οι ύποπτοι έχουν όλοι ουσιαστικό κίνητρο, είναι καλά δουλεμένοι χαρακτήρες, ποικίλλουν από τον στυγνό και αδέκαστο ως τον πιο τρυφερό και συνεσταλμένο. Γίνονται πολλά πράγματα, υπάρχει κλιμάκωση της πλοκής, δεν κατάφερα ν’ αγαπήσω κανένα από τα μέλη της οικογένειας, μιας και όλοι είχαν κάποιο κουσούρι (από δίψα για πλούτο μέχρι ανασταλτικούς παράγοντες που τους εμπόδιζαν να ζήσουν τη ζωή τους) και η λύση ήταν αληθοφανέστατη και σωστά αιτιολογημένη.
Η «Αστική οικία στο Χαλάνδρι», γραμμένη σε πολυτονικό, είναι η αποαγιοποίηση χωρίς ακρότητες μιας πανίσχυρης κοινωνικά οικογένειας που δε διστάζει να ξεπουληθεί μπροστά στο χρήμα και τα υψηλά συμφέροντα. Κάποιος απ’ όλους όμως έκανε ένα βήμα παραπάνω και σκότωσε την Κυρία. Ο αναγνώστης καλείται να το ανακαλύψει μέσα από σκηνές έντασης, πολυποίκιλους χαρακτήρες και μια εύκολη αφήγηση που δεν καταντά πουθενά πρόχειρη, αντίθετα προσφέρει ένα εναλλακτικό ταξίδι στον κόσμο της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας.
Πάνος Τουρλής