Ο Χρύσανθος (Μέντης) Μποσταντζόγλου, γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Μποστ ήταν σκιτσογράφος και γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος. Γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε το 1995.
Ας δούμε όμως τι έγραψε κάποιος γι' αυτόν...
Ότι ήταν ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι για την εποχή του, το ίδιο απάνω κάτω είναι και ο Μένης Μποσταντζόγλου για την σημερινή εποχή. Ο πρώτος ήταν ποιητής, σχεδιαστής, αρχιτέκτων, μουσουργός και εφευρέτης. Αι διάφοροι μελέται του για τα πυροβόλα όπλα, καθώς και τα συγγράμματά του δια το «αεικίνητον» το στηριχθέν εις την αρχή της αενάου κινήσεως, είναι αρκετά δια να τον κατατάξουν, μόνο αυτά, εις την χορείαν των «μεγάλων».
Ο Μποσταντζόγλου είναι κι αυτός ποιητής, σχεδιαστής και ασφαλώς θα εγίνετο ένας πρώτης τάξεως αρχιτέκτων, εάν οι φίλοι και οι γνωστοί τού έδειχνον μεγαλύτεραν κατανόησιν. Διότι εις όσους επρότεινε να τους χτίσει το σπίτι, απέφυγον να του το αναθέσουν, ισχυριζόμενοι ότι θα το χτίσουν αργότερον. Βεβαίως τα σχέδιά του ήσαν ολίγον «επαναστατικά», π.χ. εις την θέσιν των παραθύρων είχε τις πόρτες, και εις την θέσιν της πόρτας να μπαίνουν οι επισκέπται από το παράθυρον, αλλά δεν νομίζω ότι αυτός ήτο ο λόγος που οι φίλοι και συγγενείς τον απέφευγον. Ούτε το ότι ήτο ακριβός ευσταθεί. Νομίζω, ότι πρέπει να αποδοθή μάλλον εις την επιμονήν του να μην θέλει ο ίδιος σκεπήν, ώστε να εισέρχεται ελευθέρως το ηλιακόν φως και το σπίτι να είναι οικονομικόν. Το ότι μάλιστα είχε προνοήση κατά τας ημέρας των βροχών, οι ένοικοι να κοιμούνται εις τας ντουλάπας, είναι μία επί πλέον απόδειξις ότι το όλον θέμα ο Μποσταντζόγλου το είχε συλλάβει και το είχεν μελετήσει εις όλας του τας λεπτομερείας.
Με τον τομέα της μουσικής πάλιν, δεν εύρεν τον καιρόν να ασχοληθή ακόμη. Πάντως είναι πολύ ευχαριστημένος που την υπόθεσιν αυτή την ανέλαβε ο Μάνος Χατζιδάκις και χαίρεται που η προσπάθειά του αυτή, βρίσκεται σε καλά χέρια. «Αν είχα καιρόν να γράψω, μου εξομολογήθει κάποτε, τέτοια μουσική θα έγραφα. Ό,τι γράφει αυτός, μ' αρέσει. Λέω να μην ανακατωθώ καθόλου στη δουλειά του και να τον αφήσω να γράφει ελεύθερα. Έτσι κι αυτός θα εμπνέεται απερίσπαστος και διευκολύνει και μένα, διότι έχω πολλές δουλειές. Τι λες εσύ;» Συνεφώνησα με τα λεχθέντα τότε, διότι πράγματι εγνώριζα ότι ήτο απησχολημένος με διάφορα προβλήματα.
Εν εξ αυτών των προβλημάτων, ήταν και η ανεύρεσις τρόπου να κατασκευάζη μόνος του το χαρτί, όπως είχε υποσχεθεί πέρυσιν εις τους αναγνώστας του βιβλίου του. Έκανα πολλά πειράματα που πολύ τον εταλαιπώρησαν και πολλοί γνωστοί και φίλοι εις τους οποίους έδειξε τα δείγματα, του εσύστησαν να ξαναπάρη χαρτί του εμπορίου, ώστε να ξεκουρασθεί και συνεχίζει τις ανακαλύψεις του, του χρόνου.
Το δεύτερον μεγάλο πρόβλημα που τον απησχόλησε το 1960 ήταν η προσπάθειά του να εφεύρη το «αεικίνητον» και αυτός, αλλά με κάποιαν παραλλαγήν. Ο Μποσταντζόγλου το ονόμαζεν «αειχρήματον» και το εστήριζεν εις την αρχήν του να ανταπεξέρχεται κανείς εις την αέναον ζήτησιν οποθενδήποτε προερχομένης. Μου έδειξε και ωρισμένα σχέδιά του και απ' ότι απεκόμισα, κατά τον Μποσταντζόγλου το «αειχρήματον» πρέπει να έχει σχήμα πορτοφολιού, ολίγον παχύ, (όσον παχύτερον, μου εξήγησεν, τόσον και περισσοτέραν δύναμιν θα έχη) αλλ' έμεινα με την εντύπωσιν, ότι ο προικισμένος αυτός εφευρέτης και σχεδιαστής, ευρίσκεται ακόμη εις το στάδιον των πειραματισμών.
Κατέχει τα Μαθηματικά, αλλά η λογική του είναι ιδιόρρυθμος. Βιβλίον το οποίον στοιχίζει 20, υπολογίζει ότι δια να κερδίσει, πρέπει να πωληθή 10. Εάν ο άνθρωπος αυτός δεν είχεν πίσω του διάφορες Κρατικές δουλειές, θα απέθνησκεν της πείνης. Από την ημέραν όμως που εισήλθεν εις το Καλλιτεχνικόν Επιμελητήριον «παμψηφεί» αποτόμως ο ρυθμός της ζωής του ανετράπη και κυριολεκτικώς ζη εν μέσω αφαντάστου χλιδής. Αυτό το γεγονός όμως ήταν που εσκλήρυνεν την καρδιά του και μένει ανάλγητος προ του πόνου και της δυστυχίας των συνανθρώπων του. Να δήτε με τι άσχημο τρόπο μιλάη στις ζητιάνες και σ' όλες τις κατσίβελες που μυρίστηκαν ότι έχει χρήματα και δεν ξεκολλάνε από την πόρτα του, θα φρίξετε. [...] Αυτή είναι η μελανή του πλευρά.
Κατά τα άλλα, είναι ένας καλλιτέχνης αξιαγάπητος. Πάντοτε έχει σπίτι του επισκέπτας. Εάν δεν έρθουν σμήνη τσιγγάνων, θα έρθουν φίλοι, και εάν δεν έρθουν φίλοι, θα έλθουν συγγενείς. Απαραιτήτως θα τον επισκεπτούν αντιπρόσωποι του Αεριόφωτος, της Ηλεκτρικής, της Τηλεφωνικής, άνθρωποι των Υδάτων, Αξιωματούχοι της Εφορίας και άλλων σοβαρών Ιδρυμάτων. Τον γαλατάν, παγοπώλην και δοσάν, δεχεται ιδιαιτέρως και αι επισκέψεις των απλών αυτών ανθρώπων, του δίδουν αφάνταστον χαράν. Δέχεται τους πάντας με Ανατολικήν ευγένειαν, διότι και η καταγωγή του είναι Ανατολική. Ο Μέντης Μποσταντζόγλου, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο ιστορικός κλάδος των Μποσταντζόγλου πρωτοπαρουσιάζεται στα βάθη της Μέσης Ανατολής. Πρόγονός του, υπήρξεν ο περίφημος λόγιος Θεόδωρος Ιωάννου Μποστατζόγλου, τον οποίον ουδείς εγνώριζεν εν όσω έζη και ο οποίος όταν απέθανεν, τότε ήταν που δεν έγινε καθόλου λόγος δι' αυτόν. [...]
Από τον Θεόδωρον έλαβε τα περισσότρας αρετάς: την απέραντον σοφίαν, την αγάπην δια το ποδόσφαιρον, το ιδίωμα να γράφει πολλάκις με τα πόδια και το θείον χάρισμα, πρώτον να γράφη και κατόπιν να σκέπτεται. Ούτος επί μίαν ολόκληρον 40ετίαν εβασανίζετο, διότι δεν ημπορούσε να ομιλήσει. Του εδόθη κάποτε η ευκαιρία και ηθέλησε να τα πει μαζεμμένα. Χείμαρρος ασυγκράτητος ήσαν αι λέξεις που ανέβλυσαν από την ψυχήν του. Νιαγάρας ορμητικός εικόνων και σχημάτων που τον έπνιγαν παρουσιάστηκε μπροστά του και το αποτέλεσμα ήταν να μην τον χωράει το χαρτί και τα γραφόμενά του κοντεύουν να πνίξουν και τον ίδιον. Κακός όμως δεν είναι. Γκαφατζής είναι. Έχει μέσα του τεράστια αποθέματα υδατοπτώσεων, αλλά η έλλειψις μηχανικού που θα μετατρέψει αυτήν την δύναμιν σε χρήσιμον ηλεκτρικήν ενέργειαν είναι οφθαλμοφανής. Σπίτι του, οι δικοί του, αντικρύζουν με τρόμον περισσότερας πλημμύρας παρά ηλεκτροφωτισμόν. Ήκουσε κάποτε ότι η ζωή είναι ζούγκλα, του ενετυπώθη, κι έκατσε εις τον μονόδρομον ωπλισμένος με το ρόπαλόν του. Αυτοδιορίστηκε τροχονόμος για ν' αμυνθή και τα βαλε μ' όλους που κατά την γνώμη του έκαναν «παράβαση». Έναν μόνον δεν μπορεί να φέρει σε λογαριασμό. Τον εαυτό του. Τα «θα μας κάψης», «γιατί τώγραψες» ή «τι σ' έπιασε πάλι;» είναι αι μόναι ενθαρρυντικαί φράσεις που ακούει ο σύγχρονος αυτός Ντα Βίντσι από την εν απογνώσει ευρισκομένην οικογένειαν του. Και τότε ο φιλότιμος αυτός καλλιτέχνης, μεταμελείται, ορκίζεται ότι θα αλλάξη και κλεινόμενος εις το εργαστήριόν του με συντριβήν, ξαναφτιάχνη από τα ίδια. Αυτός είναι ο Μένης Μποσταντζόγλου.
Στο περσυνό μου βιβλίο, ειχε γράψει καλά λόγια για μένα, ο φίλος μου Ηλίας Πετρόπουλος, από την Θεσσαλονίκη. Φέτος ήθελα να βάλω κάποιο όνομα τρανταχτό και σκέφτηκα να προτείνω να μου γράψει τον πρόλογο ο κ. Πρωθυπουργός. Επειδή όμως σκέφθηκα ότι θα έχη πολλές δουλειές, έλεγα να το γράψω εγώ και να βάλω από κάτω ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, ποιος θα το καταλάβη. Μετά είπα, ότι μπορεί να μαθευτή και θα ήταν μεγάλη ντροπή. Μου είπαν μερικοί να πάω στον ακαδημαϊκό ΠΕΤΡΙΔΗ. Πήγα αλλά έλειπε στο μνημόσυνο του Μητρόπουλου. Τέλος αποφάσισα να πρωτοτυπήσω, να γράψω τον πρόλογο εγώ και να πω τα καλύτερα λόγια για τον εαυτό μου. Αυτό και έκανα. Κι εγώ που τον διάβασα, έμεινα πολύ ευχαριστημένος. Θα 'γραφα κι άλλα, αλλά, δεν με παίρνει ο χώρος.
Μέντης Μποσταντζόγλου
Για την αντιγραφή: Λένα Βλασταρά
Σημείωση: Ως συντάκτρια θεώρησα ότι δεν μπορεί να γραφτεί καλύτερο κείμενο για τον Μέντη Μποσταντζόγλου, που να τον περιγράφει και να εκφράζει τον χαρακτήρα του, από αυτό που έγραψε ο ίδιος για την έκδοση του βιβλίου: «Το λέφκομά μου». Σας το παράθεσα λοιπόν σχεδόν αυτούσιο και ελπίζω να το απολαύσατε όσο και εγώ!