Η παρουσία του Νίκου Πεντζίκη στην ελληνική λογοτεχνία, (γεννήθηκε το 1908 στη Θεσσαλονίκη) αποτελεί μια εξαιρετική περίπτωση από πολλές απόψεις. Ο Πεντζίκης δεν έχει όμοιό του στο στιλ γραφής και στη θεματολογία. Είναι αυτό που λέμε «sui generis», ως συγγραφέας αλλά και ως άνθρωπος.
Ως συγγραφέας, έχοντας από πολύ νωρίς εντρυφήσει στη μοντέρνα, κυρίως ευρωπαϊκή, λογοτεχνία των αρχών του 20ού αιώνα, με τον Τζέιμς Τζόυς να κατέχει εμφανώς την πρώτη θέση στις προτιμήσεις του (μάλιστα στο περιοδικό «Κοχλίας», όπου έγραφε, παρουσιάστηκαν αρκετές μεταφράσεις αποσπασμάτων του «Οδυσσέα» από τον ίδιο τον Πεντζίκη), εισάγει τον «εσωτερικό μονόλογο» στην Ελλάδα με τρόπο ιδιαίτερα πρωτότυπο και δημιουργικό, και με θεματολογία απόλυτα συνυφασμένη με την ελληνική παράδοση από τη μια, και τη σύγχρονή του πραγματικότητα από την άλλη. Το βιβλίο του «Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης» είναι, τηρουμένων των αναλογιών, ο ελληνικός «Οδυσσέας», το πιο ώριμο και άρτιο από άποψη τεχνικής σε σχέση με τα πρώτα έργα του, χωρίς ωστόσο να το χαρακτηρίζει κανένα στοιχείο στείρας μίμησης ή αντιγραφής του Τζόυς. Κι αυτό γιατί ο Πεντζίκης, όχι μόνο είναι ένας άριστος χειριστής της ελληνικής γλώσσας, όχι μόνο είναι ένας «ποιητής» της πεζογραφίας (γι' αυτό και δεν εκπλήσσει καθόλου η ενασχόλησή του και με την ποίηση αρκετά αργότερα), αλλά πάνω από όλα είναι ένας «μάγος» που ξέρει να μεταμορφώνει την πραγματικότητα σε «παραμύθι» χωρίς να την περνάει από φίλτρα ωραιοποίησης ή παραμορφωτικούς φακούς. Κυρίως δεν διστάζει ούτε μια στιγμή να ανασύρει και να εκθέσει στο χαρτί τις πιο μύχιες αλήθειες του, ακόμα κι αν αυτές μπορεί να τον εκθέσουν ανεπανόρθωτα. Καμιά ανάγκη να οικοδομήσει μια αρεστή δημόσια εικόνα, καμία προσπάθεια να αποκρύψει ακόμα και τις πιο εξευτελιστικές για τον ίδιο λεπτομέρειες της σκέψης του. Γράφει λογοτεχνία και ταυτόχρονα εκφράζεται όπως θεωρητικά θα έπρεπε να τα λέει στον ψυχαναλυτή του, μην αφήνοντας κανέναν συνειρμό του να διαφύγει ανεκμετάλλευτος.
Ο Πεντζίκης ως άνθρωπος ήταν εξίσου «μυθικός». Όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν (μεταξύ αυτών και ο γράφων) συνομολογούν ότι ήρθαν σε επαφή με έναν γνήσιο συγγραφέα ή τέλος πάντων με αυτό που συνήθως φανταζόμαστε παραδοσιακά ως γνήσιο συγγραφέα. Ήταν ένας άνθρωπος μονίμως εκτός συμβάσεων. Δεν έπραττε σχεδόν ποτέ το αναμενόμενο, αλλά και ο λόγος του ποτέ δεν ήταν κοινότοπος. Αυτό βέβαια, όπως ήταν φυσικό, έφερνε κάποιες φορές σε αμηχανία πολλούς ανθρώπους, με τους οποίους συναναστρεφόταν, αλλά η παιδικότητα του χαρακτήρα του και η συχνή έκφραση μεταμέλειας, σε περίπτωση αστοχίας, έκανε τους άλλους να τον συγχωρούν πάντοτε. Άλλωστε τα προβλήματα που δημιουργούσε η συναναστροφή μαζί του, ισοζυγιάζονταν από μια αστείρευτη προσφορά γενναιόδωρης και ανιδιοτελούς αγάπης, αλλά και ανεπιτήδευτης πηγαίας διδαχής προς τον συνομιλητή του, καθώς άοκνα προσπαθούσε να τον μυήσει σε κάθε θαυμαστή πτυχή αυτού του κόσμου, αισθητού, ανεπαίσθητου ή «μυστικού». Ήταν με άλλα λόγια γεννημένος «δάσκαλος» όπως παραδέχεται και ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης», στο οποίο αναλύει αρκετά από τα στοιχεία τα οποία τον κατέστησαν σημαντική μορφή για τον ίδιο, για την πόλη της Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα για τους συγγραφικούς της κύκλους).
Ακόμα δεν έχει φανεί κάποιος αντάξιος διάδοχός του, ως προς την ποιότητα στην παραγωγή «λογοτεχνικού προϊόντος», αλλά και ως «δάσκαλος». Κι αυτό είναι κάτι που προκαλεί περισσότερη θλίψη, από ό,τι προκάλεσε ο θάνατός του το 1993. (Ίσως μόνο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος να είναι ένα ανάλογο «φαινόμενο», αλλά σε πιο περιορισμένη κλίμακα και με πολύ πιο μικρό «εκτόπισμα»). Όσοι έχουν διαβάσει Πεντζίκη χωρίζονται σε αυτούς που δεν κατάλαβαν τίποτα και τον παράτησαν από την τρίτη σελίδα, και σε αυτούς που επανέρχονται στο έργο του, όπως κάποιοι διαβάζουν ξανά και ξανά, τον Παπαδιαμάντη ή τον Ντοστογιέφσκι. Όσοι δεν έχετε ακούσει ποτέ γι' αυτόν τον «παίζω-γράφω» -όπως συνήθιζε να χαρακτηρίζει τον εαυτό του- πάρτε στα χέρια σας ένα βιβλίο του (προτείνω για ξεκίνημα, ως κάτι πιο βατό και ολοκληρωμένο και πιο κοντά στα πρότυπα του συμβατικού μυθιστορήματος, «Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης» από τις εκδόσεις Άγρα), καθίστε χωρίς καθόλου βιασύνη σε ένα ήσυχο μέρος, κι αφήστε τον να σας συμπαρασύρει στο έκλαμπρο μυθικό σύμπαν του. Μπορεί στην αρχή να σας φανεί «δύσκολος», αλλά μην πτοηθείτε. Ποτέ το πραγματικά ουσιώδες δεν προσφέρθηκε χωρίς κόπο. Η ανταμοιβή όμως στη συνέχεια ξεπερνάει κάθε προσδοκία. Όποιος καταφέρει να φτάσει στην πεντηκοστή ή στην εκατοστή σελίδα, με υπομονή και χωρίς ορθολογικές δεύτερες σκέψεις, θα βρεθεί χωρίς να το καταλάβει να κολυμπάει σε μια θάλασσα αστείρευτης γλωσσικής ομορφιάς, σε μέλι ελπίδας, σε πελάγη παρηγοριάς, σε βυθούς ωραιότητας, σε κόσμους όπου και το παραμικρό αντικείμενο μεταμορφώνεται σε σημαντικό δομικό στοιχείο της ζωής του καθενός μας, σε περιοχές όπου αποκτά νόημα, (πολλές φορές νόημα μεταφυσικό) η κάθε ανάμνηση, η κάθε χειρονομία μας, η κάθε λέξη, το κάθε νεύμα προς τον απέναντί μας. Δεν είναι και μικρή ανταμοιβή, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι η ποιοτική λογοτεχνία, ελληνική και ξένη, κατά κύριο λόγο διαπνέεται πια από έναν άνεμο αφόρητου αδιεξόδου, αν όχι απόλυτου μηδενισμού. Στο σημείο αυτό νομίζω ότι ταιριάζει να παραφράσω τον Ελύτη, παρ' όλο που κατά καιρούς έχει γίνει κατάχρηση της συγκεκριμένης φράσης: «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και μνημονεύετε Νίκο Πεντζίκη». Είτε το θέλουμε είτε όχι, αυτή είναι η σειρά κατάταξης των «γιγάντων» της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Για περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Νίκου Πεντζίκη κάντε κλικ ΕΔΩ.
Πλάτων Μαλλιάγκας, συγγραφέας.